Η καταγγελία εργαζομένων από την αθλητική εφημερίδα “Φως” είναι
αποκαλυπτική.
Μετά από μειώσεις αποδοχών, η εταιρεία απαιτεί την πλήρη υποταγή των κακοπληρωμένων συντακτών σε όρους που παραμπέμπουν σε δουλεία. Η ατομική σύμβαση που τους ζητείται να υπογράψουν εδώ και τώρα, αυτή τη φορά δεν περιλαμβάνει μόνο μείωση αποδοχών αλλά και κατάργηση των όποιων εργασιακών όρων υπήρχαν και μπορούσαν να απαιτηθούν από τον εργοδότη από εργαζόμενους και σωματεία. Διαβάζουμε:
Νέες συμβάσεις με παλιά κόλπα στο «Φως»
Ένα από τα πιο επίμονα κλισέ στα οποία καταφεύγουν οι συντάκτες στις αθλητικές εφημερίδες είναι ότι «ομάδα που κερδίζει δεν αλλάζει». Οι ένοικοι του επάνω ορόφου στην ταξική πυραμίδα, οι εργοδότες, θα μπορούσαν με τη σειρά τους να ισχυριστούν κατ’ αντίστιξη ότι «τακτικές που αποδίδουν δεν αλλάζουν». Και γιατί να αλλάξουν άλλωστε, εφόσον το μισθολογικό κόστος μειώνεται με χλιαρές μόνο αντιδράσεις ενώ η συνεισφορά της ΕΣΗΕΑ, επίσημου συνδικαλιστικού φορέα των δημοσιογράφων, εξαντλείται στις διαπιστώσεις για τη δραματική κατάσταση στον κλάδο και στην πρόβλεψη των απολύσεων των διαφωνούντων;
Ακολουθώντας το παράδειγμα πολλών άλλων Μέσων, αθλητικών ή μη, έντυπων ή ηλεκτρονικών, με πιο πρόσφατα κρούσματα το συγκρότημα ΔΟΛ – Μαρινάκη ή τον ραδιοσταθμό Στο Κόκκινο, στην αθλητική εφημερίδα «Φως» τον Μάιο του 2017, λίγες μέρες μετά τον θάνατο του ιδρυτή της Θεόδωρου Νικολαΐδη, προτάθηκαν από τους καινούργιους εργοδότες νέες συμβάσεις με κούρεμα αποδοχών πάνω από 40%. Η μείωση δεν έγινε δεκτή από εννιά εργαζομένους, οι οποίοι απολύθηκαν, ενώ οι υπόλοιποι υπέκυψαν στον εκβιασμό και υπέγραψαν. Η ιστορία, όμως, επαναλαμβάνεται. Και αυτό δεν οφείλεται σε κάποια μεταφυσική νομοτέλεια αλλά στην απλή διαπίστωση ότι όταν τα αφεντικά διαπιστώνουν ότι τους είναι εύκολο να καταργήσουν εργατικά δικαιώματα και κατακτήσεις, απλώς τους ανοίγει η όρεξη. Έτσι, λίγους μήνες μετά, τον Νοέμβριο, πρότειναν φρέσκες συμβάσεις με νέες μειώσεις, που μάλιστα συνοδεύονταν από συγκεκριμένους, προσβλητικούς για την εργατική αξιοπρέπεια όρους, οι οποίες -όπως τόσο συχνά πια συμβαίνει στις συμβάσεις εργασίας- αμφισβητούν ευθέως την εργατική νομοθεσία.
Ακόμη κι αν επρόκειτο για τη δεύτερη διαδοχική μείωση σε τόσο σύντομο διάστημα, γεγονός που δικαιολογημένα θα ξεσήκωνε αντιδράσεις αλλά και θα έθετε σοβαρό ζήτημα σχετικά με τις αιτιάσεις και τις προβλέψεις που συνόδευαν την πρώτη μείωση, σχεδόν όλοι την αποδέχτηκαν, αφού η απειλή που τη συνόδευε δεν ήταν πια μόνο η απόλυση αλλά το λουκέτο δίχως να πληρωθούν οι νόμιμες αποζημιώσεις. Υπήρξε εντούτοις μερίδα των εργαζομένων που παρότι αποδέχτηκε τις μισθολογικές περικοπές, αντέδρασε σθεναρά σε άλλες διατάξεις. Κυρίως σε αυτήν που αυθαίρετα όριζε πως στις νέες οριζόμενες αποδοχές συμψηφίζεται το σύνολο των επιδομάτων, αποζημιώσεων και παροχών προς τον εργαζόμενο, όπως για παράδειγμα υπερωρίες, προσαυξήσεις για εργασία νυχτερινή, κυριακάτικη ή κατά τις αργίες, οικογενειακά επιδόματα. Αυτό μεταξύ άλλων σημαίνει ότι η εταιρεία μπορεί να απασχολεί τους εργαζομένους πάνω από το νόμιμο ωράριο, στις αργίες, ακόμη και μία ολόκληρη μέρα την εβδομάδα παραπάνω χωρίς να φέρει την υποχρέωση να τους αποζημιώσει, στον βαθμό που πληρώνονται πάνω από το άθροισμα του κατώτατου νόμιμου μισθού (όπως ορίζεται από την Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας εφόσον δεν υφίσταται κλαδική σύμβαση σε ισχύ) και των ισχυόντων επιδομάτων.
Η υπογραφή μιας τέτοιας σύμβασης ισοδυναμεί σχεδόν με λευκή επιταγή των εργαζομένων προς τον εργοδότη. Πρόκειται για οικειοθελή απεμπόληση ευρείας γκάμας κατακτήσεων. Όμως η δουλειά έπρεπε να ολοκληρωθεί και οι νέες συμβάσεις να υπογραφούν. Έτσι, παρότι κατατέθηκε αντιπρόταση η οποία αποδεχόταν τις μειώσεις αλλά ζητούσε την απόσυρση των ανωτέρω όρων, έπρεπε να απολυθεί το σύνολο των διαμαρτυρομένων και ανακοινώθηκε απόλυση σε έξι εργαζομένους – αποδεικνύοντας εμπράκτως ότι η ανάγκη για περιστολή του μισθολογικού κόστους ήταν απλώς η πρόφαση.
Μετά από μειώσεις αποδοχών, η εταιρεία απαιτεί την πλήρη υποταγή των κακοπληρωμένων συντακτών σε όρους που παραμπέμπουν σε δουλεία. Η ατομική σύμβαση που τους ζητείται να υπογράψουν εδώ και τώρα, αυτή τη φορά δεν περιλαμβάνει μόνο μείωση αποδοχών αλλά και κατάργηση των όποιων εργασιακών όρων υπήρχαν και μπορούσαν να απαιτηθούν από τον εργοδότη από εργαζόμενους και σωματεία. Διαβάζουμε:
Νέες συμβάσεις με παλιά κόλπα στο «Φως»
Ένα από τα πιο επίμονα κλισέ στα οποία καταφεύγουν οι συντάκτες στις αθλητικές εφημερίδες είναι ότι «ομάδα που κερδίζει δεν αλλάζει». Οι ένοικοι του επάνω ορόφου στην ταξική πυραμίδα, οι εργοδότες, θα μπορούσαν με τη σειρά τους να ισχυριστούν κατ’ αντίστιξη ότι «τακτικές που αποδίδουν δεν αλλάζουν». Και γιατί να αλλάξουν άλλωστε, εφόσον το μισθολογικό κόστος μειώνεται με χλιαρές μόνο αντιδράσεις ενώ η συνεισφορά της ΕΣΗΕΑ, επίσημου συνδικαλιστικού φορέα των δημοσιογράφων, εξαντλείται στις διαπιστώσεις για τη δραματική κατάσταση στον κλάδο και στην πρόβλεψη των απολύσεων των διαφωνούντων;
Ακολουθώντας το παράδειγμα πολλών άλλων Μέσων, αθλητικών ή μη, έντυπων ή ηλεκτρονικών, με πιο πρόσφατα κρούσματα το συγκρότημα ΔΟΛ – Μαρινάκη ή τον ραδιοσταθμό Στο Κόκκινο, στην αθλητική εφημερίδα «Φως» τον Μάιο του 2017, λίγες μέρες μετά τον θάνατο του ιδρυτή της Θεόδωρου Νικολαΐδη, προτάθηκαν από τους καινούργιους εργοδότες νέες συμβάσεις με κούρεμα αποδοχών πάνω από 40%. Η μείωση δεν έγινε δεκτή από εννιά εργαζομένους, οι οποίοι απολύθηκαν, ενώ οι υπόλοιποι υπέκυψαν στον εκβιασμό και υπέγραψαν. Η ιστορία, όμως, επαναλαμβάνεται. Και αυτό δεν οφείλεται σε κάποια μεταφυσική νομοτέλεια αλλά στην απλή διαπίστωση ότι όταν τα αφεντικά διαπιστώνουν ότι τους είναι εύκολο να καταργήσουν εργατικά δικαιώματα και κατακτήσεις, απλώς τους ανοίγει η όρεξη. Έτσι, λίγους μήνες μετά, τον Νοέμβριο, πρότειναν φρέσκες συμβάσεις με νέες μειώσεις, που μάλιστα συνοδεύονταν από συγκεκριμένους, προσβλητικούς για την εργατική αξιοπρέπεια όρους, οι οποίες -όπως τόσο συχνά πια συμβαίνει στις συμβάσεις εργασίας- αμφισβητούν ευθέως την εργατική νομοθεσία.
Ακόμη κι αν επρόκειτο για τη δεύτερη διαδοχική μείωση σε τόσο σύντομο διάστημα, γεγονός που δικαιολογημένα θα ξεσήκωνε αντιδράσεις αλλά και θα έθετε σοβαρό ζήτημα σχετικά με τις αιτιάσεις και τις προβλέψεις που συνόδευαν την πρώτη μείωση, σχεδόν όλοι την αποδέχτηκαν, αφού η απειλή που τη συνόδευε δεν ήταν πια μόνο η απόλυση αλλά το λουκέτο δίχως να πληρωθούν οι νόμιμες αποζημιώσεις. Υπήρξε εντούτοις μερίδα των εργαζομένων που παρότι αποδέχτηκε τις μισθολογικές περικοπές, αντέδρασε σθεναρά σε άλλες διατάξεις. Κυρίως σε αυτήν που αυθαίρετα όριζε πως στις νέες οριζόμενες αποδοχές συμψηφίζεται το σύνολο των επιδομάτων, αποζημιώσεων και παροχών προς τον εργαζόμενο, όπως για παράδειγμα υπερωρίες, προσαυξήσεις για εργασία νυχτερινή, κυριακάτικη ή κατά τις αργίες, οικογενειακά επιδόματα. Αυτό μεταξύ άλλων σημαίνει ότι η εταιρεία μπορεί να απασχολεί τους εργαζομένους πάνω από το νόμιμο ωράριο, στις αργίες, ακόμη και μία ολόκληρη μέρα την εβδομάδα παραπάνω χωρίς να φέρει την υποχρέωση να τους αποζημιώσει, στον βαθμό που πληρώνονται πάνω από το άθροισμα του κατώτατου νόμιμου μισθού (όπως ορίζεται από την Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας εφόσον δεν υφίσταται κλαδική σύμβαση σε ισχύ) και των ισχυόντων επιδομάτων.
Η υπογραφή μιας τέτοιας σύμβασης ισοδυναμεί σχεδόν με λευκή επιταγή των εργαζομένων προς τον εργοδότη. Πρόκειται για οικειοθελή απεμπόληση ευρείας γκάμας κατακτήσεων. Όμως η δουλειά έπρεπε να ολοκληρωθεί και οι νέες συμβάσεις να υπογραφούν. Έτσι, παρότι κατατέθηκε αντιπρόταση η οποία αποδεχόταν τις μειώσεις αλλά ζητούσε την απόσυρση των ανωτέρω όρων, έπρεπε να απολυθεί το σύνολο των διαμαρτυρομένων και ανακοινώθηκε απόλυση σε έξι εργαζομένους – αποδεικνύοντας εμπράκτως ότι η ανάγκη για περιστολή του μισθολογικού κόστους ήταν απλώς η πρόφαση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.