Ξέρεις, στα ΜΜΕ δεν είναι μόνο τα λεφτά που εισρέουν στα ταμεία τους. Είναι και τα λεφτά που δίνουν στους εργαζόμενούς τους. Και γι’ αυτά τα λεφτά θέλω να πω δυο λόγια με αφορμή μια συζήτηση που είχα με νέους δημοσιογράφους που προσπαθούν να βρουν δουλειά, την πρώτη τους, αλλά και άλλους, που το κοντέρ τους γράφει πολλά χρόνια.
Παιδιά 20, 25, 30 ετών, μετά από σπουδές και στρατιωτικό, οι άντρες, προσπαθούν να ξεκινήσουν να κάνουν μια δουλειά που κατά τεκμήριο αν δεν την υπεραγαπάς δεν την επιλέγεις. Οι ιστορίες που ακούμε για «γαλέρες», δηλαδή άθλιες συνθήκες εργασίας, σε δημοσιογραφικές επιχειρήσεις δυστυχώς δεν περιέχουν καμία «δημοσιογραφική υπερβολή».
Υπάρχουν ορισμένοι εργοδότες που δεν επιτρέπουν στους εργαζόμενους την ώρα της βάρδιας να μιλάνε μεταξύ τους. Πιστεύουν έτσι ότι θα έχουν τον ποθητό αριθμό ειδήσεων ανά ώρα. Λες δηλαδή και η δημοσιογραφική δουλειά είναι κάτι σαν την παραγωγή ποτηριών και αν χάσεις την ροή του ιμάντα παραγωγής κακό μεγάλο θα σε βρει.
Αχ, ρε Τσάρλι Τσάπλιν, που να φανταζόσουν όταν γύριζες τους «Μοντέρνους Καιροούς» ότι στην ίδια λογική του χειρώνακτα θα έμπαιναν και οι δημοσιογράφοι.
Μην παρεξηγηθώ, δεν θεωρώ ότι είναι υποδεέστερη η χειρωνακτική εργασία. Πολλές φορές είναι πιο σημαντική και ακόμη περισσότερες πιο τίμια.
Δεν μπορώ όμως να μην επισημάνω ότι η δημοσιογραφική δουλειά δεν είναι από αυτές που μπορεί να μπει με το «ζύγι» ή στη λογική «x ειδήσεις ανά ώρα».
Βεβαίως αυτό γίνεται, ειδικά στην εποχή των site, γι’ αυτό άλλωστε είτε διαβάζουμε πανομοιότυπες ειδήσεις, αφού αρκετοί κλέβουν τα κείμενα των άλλων, είτε διαβάζουμε ακαταλαβίστικες, ασύντακτες φράσεις αφού ο χρόνος για έλεγχο, για επιμέλεια κειμένων είναι «περιττός» αφού κοστίζει(!) και ρίχνει την «παραγωγή».
Σ’ αυτό το πλαίσιο συνομιλητές μου περιέγραφαν απειλές από αφεντικά, ακόμη και χειροδικίες, σπρωξιές, και χυδαίο υβρεολόγιο σε όποιον ή όποια τολμήσει να αφήσει τον «ιμάντα» να τρέχει και τα «ποτήρια» να σπάνε.
Και μπροστά στο φάσμα της ανεργίας, αυτού του εφιάλτη, ακούς πρόσωπα να λένε: «Εγω όταν ο πατέρας μου σήκωσε χέρι πάνω μου έφυγα από το σπίτι και τώρα αναγκάζομαι να ανέχομαι τον x ή την Ψ για να μη χάσω το μεροκάμματο».
Πόσοι δουλεύουν σήμερα, όχι μόνο δημοσιογράφοι, σε δουλειά για 250 ευρώ 6 μέρες τη βδομάδα, 8 με 9 ώρες τη μέρα. Τα λεφτά αυτά προσφέρει σάιτ σε νεαρούς δημοσιογράφους, με μισή ασφάλεια, και ο αφεντικός δημόσια προασπίζεται το «λειτούργημα» του δημοσιογράφου. Δεν ντρέπεται όμως να έχει υπαλλήλους με καθεστώς δουλοπαροίκου.
Αυτά έτσι για να καταλάβουμε όλοι λίγο καλύτερα ότι δημοσιογράφος δεν είναι ένας καλοπληρωμένος τύπος, και δεν είναι (μόνο) τα παπαγαλάκια της κάθε εξουσίας.
Πώς να πάει μπροστά ένας τόπος όταν η νεολαία του παύει να ονειρεύεται και αφήνεται να συνθλίβεται σε συμπληγάδες ατόμων με καλογεμισμένες τσέπες που τους κόβουν κάθε όρεξη για δημιουργικότητα και για δουλειά. Όποια δουλειά κι αν ονειρεύεται να κάνει!
Αυτές τις μέρες ζούμε τον παραλογισμό με τα εκατομμύρια που η Κυβέρνηση αρνείται ακόμη να δημοσιοποιήσει πώς διαμοίρασε στα ΜΜΕ για την καμπάνια λόγω του covid, δημοσιογράφους που δεν λένε λέξη γι’ αυτό, τον ΣΥΡΙΖΑ που κάνει ένα σποτ (ατυχές ως προς την εκτέλεση, κατά τη γνώμη μου), και έναν καυγά για το σποτ και ποιους αφορά και όχι για την ουσία.
Τα προβλήματα σε έναν εργασιακό χώρο που φτιάχνει ποτήρια, για να συνεχίσω το παράδειγμα που χρησιμοποίηση νωρίτερα, έχουν αντίκτυπο στους εργαζόμενους και τις οικογένειές τους. Τα προβλήματα όμως στο χώρο των ΜΜΕ έχουν αντίκτυπο στην διαμόρφωση της κοινωνίας. Αυτό πρέπει να το καταλάβουμε όλοι. Και εμείς οι δημοσιογράφοι και εσείς το κοινό που «καταναλώνετε» ενημέρωση.