Γράφει ο δημοσιογράφος Μανώλης Κυπραίος *
Υπήρξε μια εποχή που η δημοσιογραφία, και στην Ελλάδα και στον υπόλοιπο κόσμο, ήταν το τελευταίο προπύργιο της αλήθειας. Η κοινωνία στηριζόταν στους δημοσιογράφους για να μάθει τι συμβαίνει και να κατανοήσει τον κόσμο γύρω της. Μορφές εμβληματικές κατέθεσαν ψυχή και ακεραιότητα στο επάγγελμα, μετατρέποντας τη δημοσιογραφία σε λειτούργημα που στάθηκε δίπλα στον πολίτη. Αυτοί οι άνθρωποι έγραψαν με την καρδιά τους, με μια αποστολή να ρίξουν φως στα σκοτάδια της αδικίας και να δώσουν φωνή στους ανθρώπους που δεν είχαν.
Οι δημοσιογράφοι τότε δεν ήταν απλώς καταγραφείς γεγονότων, αλλά άφοβοι πολεμιστές της γνώσης και της διαφάνειας. Μορφές εμβληματικές όπως ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ο Νίκος Καζαντζάκης, ο Κωνσταντίνος Φαλτάιτς, ο Δημήτρης Ψαθάς, η Ελένη Βλάχου, ο Ιάκωβος Καμπανέλλης, ο Μανώλης Γλέζος, ο Δημήτρης, ο Γρηγόρης και ο Χρήστος Λαμπράκης, η Έλλη Παππά, η Διδώ Σωτηρίου, η Αριστέα Μπουγάτσου, η Μαλβίνα Κάραλη, η Βιργινία Τσουδερού, ο Κώστας Τσαρούχας, ο Γιάννης Μαρίνος, ο Σεραφείμ Φυντανίδης, ο Χρήστος Πασαλάρης και ο Λέων Καραπαναγιώτης – όλοι τους άνθρωποι που με τη γραφή τους χάραξαν πορείες ανεξίτηλες στην ιστορία της ελληνικής δημοσιογραφίας.
Ο Μανώλης Γλέζος, ο αδάμαστος αγωνιστής που με το κατέβασμα της ναζιστικής σημαίας από την Ακρόπολη έγραψε ιστορία, συνέχισε τη μάχη του για την αλήθεια και την ελευθερία μέσα από την πένα του, αφήνοντας ανεξίτηλο αποτύπωμα στον αγώνα για την κοινωνική δικαιοσύνη.
Αυτοί οι δημοσιογράφοι δεν περιορίστηκαν στα όρια μιας ασφαλούς και αποστειρωμένης καριέρας. Έγραφαν με πάθος, τολμούσαν να αμφισβητήσουν τις δομές της εξουσίας, ήταν έτοιμοι να θυσιάσουν τα πάντα για την αλήθεια. Ο Νίκος Καζαντζάκης, με τις ταξιδιωτικές ανταποκρίσεις του και την Οδύσσειά του, μας γνώρισε λαούς και πολιτισμούς με το βλέμμα ενός ανθρώπου που ζούσε τη ζωή του σαν διαρκή αναζήτηση της αλήθειας.
Η Ελένη Βλάχου, σύμβολο του ελεύθερου Τύπου, αψήφησε τον φόβο και αντιστάθηκε στη δικτατορία, κλείνοντας τη «Καθημερινή» ως πράξη αντίστασης.
Η Έλλη Παππά και η Διδώ Σωτηρίου έδωσαν μάχη για τον λαό και τη δικαιοσύνη, γράφοντας κείμενα που αντηχούν ακόμα σαν φωνές μιας γενιάς που δεν συμβιβάστηκε. Ο Μανώλης Γλέζος, παράδειγμα απαράμιλλου θάρρους, ήταν και αυτός μια φωνή που ύψωνε πάντα το ανάστημά του ενάντια στην αδικία, είτε στον δρόμο είτε με την πένα του.Μια από τις μεγάλες κυρίες της ελληνικής δημοσιογραφίας, η Ελένη Βλάχου
Σήμερα, όμως, αυτή η φλόγα τρεμοσβήνει. Η ελληνική δημοσιογραφία έχει υποκύψει στην πίεση των συμφερόντων και της εμπορευματοποίησης, μετατρέποντας την ενημέρωση σε προϊόν, την είδηση σε εμπόρευμα, και τη γνώμη σε εργαλείο χειραγώγησης. Το ρεπορτάζ, το ζωντανό αυτό κομμάτι της ενημέρωσης, μοιάζει να έχει αντικατασταθεί από τον «γραφειοκεντρισμό» των σημερινών ειδήσεων.
Οι δημοσιογράφοι δεν βγαίνουν πια στον δρόμο, δεν συνομιλούν με τον κόσμο, δεν βιώνουν την πραγματικότητα που καλούνται να καταγράψουν. Η άποψή τους, απόμακρη και αφ’ υψηλού, μοιάζει πολλές φορές αποκομμένη από την καθημερινότητα του λαού.
Εν τω μεταξύ, οι λίγοι εναπομείναντες έντιμοι δημοσιογράφοι – εκείνοι που εξακολουθούν να πιστεύουν στην αξία της αλήθειας και της αντικειμενικότητας – βρίσκονται συχνά στο περιθώριο. Οι άνθρωποι αυτοί, πιστοί στο καθήκον τους, αντιμετωπίζουν μια σκληρή πραγματικότητα: η ακεραιότητά τους θεωρείται «ενοχλητική», και οι ίδιοι τοποθετούνται στην «άβολη» θέση του αμφισβητούμενου, εκείνου που δεν «προσαρμόζεται» στις επιταγές της εποχής. Η αλήθεια δεν είναι βολική, και οι φωνές που την υπηρετούν θεωρούνται δυσάρεστες από τα μεγάλα συμφέροντα που ελέγχουν την ενημέρωση. Έτσι, οι λίγοι αυτοί άξιοι φρουροί της αλήθειας βρίσκονται στο περιθώριο, μακριά από τη λάμψη των καναλιών και τις θέσεις εξουσίας.
Οι πρώτες προειδοποιήσεις από τις… ΗΠΑ!
Αλλά από τα τέλη της δεκαετίας του 1970, κάτι άρχισε να αλλάζει και σε παγκόσμιο επίπεδο. Με την άνοδο της εμπορευματοποίησης και της συγκέντρωσης των μέσων ενημέρωσης στα χέρια μεγάλων επιχειρηματιών, η δημοσιογραφία έχασε την ακεραιότητά της και άρχισε να προσαρμόζεται στους ρυθμούς του κέρδους και της διαπλοκής. Εμβληματικοί ξένοι δημοσιογράφοι, όπως ο Καρλ Μπέρνσταϊν, ο Χάντερ Σ. Τόμσον και ο Σέιμουρ Χερς, έκρουαν τον κώδωνα του κινδύνου για την «εμπορευματοποίηση της αλήθειας» και την απώλεια της ανεξαρτησίας των μέσων ενημέρωσης.
Ο Καρλ Μπέρνσταϊν, ο οποίος μαζί με τον Μπομπ Γούντγουορντ αποκάλυψε το σκάνδαλο του Γουότεργκεϊτ, είχε προειδοποιήσει: «Η δημοσιογραφία σήμερα δεν ασχολείται με την αλήθεια, αλλά με το πώς θα πουλήσει περισσότερο». Ο Μπέρνσταϊν ήταν σαφής ότι η δεοντολογία της δημοσιογραφίας έχει αντικατασταθεί από τη δίψα για εντυπωσιασμό και «γρήγορα» κέρδη, κάνοντας τον Τύπο να χάσει την αξιοπιστία του στα μάτια του κοινού.
Ο Χάντερ Σ. Τόμσον, ο θρυλικός πατέρας του γκονζο-δημοσιογραφικού ρεύματος, είχε προειδοποιήσει από τη δεκαετία του 1970 ότι «οι αλήθειες της δημοσιογραφίας δεν πουλάνε πια» και ότι τα μέσα ενημέρωσης γίνονται «εργαλεία της εξουσίας» αντί για φορείς της αλήθειας. Η κυνική του ματιά, πάντα αιχμηρή και προκλητική, στόχευε την τάση των μέσων να προωθούν τη φανταχτερή πληροφορία και να αποφεύγουν τον πραγματικό, ουσιαστικό σχολιασμό.
Ο Σέιμουρ Χερς, γνωστός για τις αποκαλύψεις του σχετικά με τη σφαγή του Μάι Λάι στον πόλεμο του Βιετνάμ, εξέφρασε έντονη ανησυχία για τη σημερινή κατάσταση της δημοσιογραφίας, λέγοντας: «Οι δημοσιογράφοι σήμερα είναι πολύ πιο πρόθυμοι να γίνουν υπάλληλοι των ισχυρών παρά να πολεμήσουν γι’ αυτό που είναι σωστό». Ο Χερς επεσήμανε τη διαπλοκή των δημοσιογράφων με τα συμφέροντα, τονίζοντας πως η πραγματική ερευνητική δημοσιογραφία, που κάποτε ήταν θεμέλιος λίθος της ελευθερίας του Τύπου, έχει περιοριστεί σε ελάχιστα μέσα και σε ελάχιστους τολμηρούς δημοσιογράφους.
Τι κάνουμε;
Αυτές οι παρατηρήσεις είναι τραγικά επίκαιρες και στην Ελλάδα, όπου η δημοσιογραφία συχνά υποχωρεί μπροστά στις επιταγές της αγοράς και τα πολιτικά συμφέροντα. Οι λίγοι εναπομείναντες δημοσιογράφοι που παραμένουν πιστοί στις αρχές του επαγγέλματος βρίσκονται περιθωριοποιημένοι, και η εντιμότητά τους, αντί να θεωρείται προτέρημα, τους απομονώνει.
Η κρίση της δημοσιογραφίας στην Ελλάδα είναι βαθιά και πολύπλοκη, όπως και στον υπόλοιπο κόσμο. Αλλά η λύση μπορεί να βρίσκεται στα λόγια των θρυλικών αυτών δημοσιογράφων του χθες: η δημοσιογραφία χρειάζεται να επιστρέψει στις ρίζες της. Χρειάζεται θάρρος, ανεξαρτησία, και πάνω απ’ όλα, αφοσίωση στην αλήθεια. Οι δημοσιογράφοι πρέπει να επαναφέρουν την αποστολή του επαγγέλματος, να ξαναγίνουν πολεμιστές της διαφάνειας και να θυμηθούν ότι, όπως είπε ο Μπέρνσταϊν, η δημοσιογραφία δεν είναι μέσο κέρδους, αλλά μέσο για να προσφέρεις την αλήθεια στον λαό.
Αυτή η νέα γενιά των δημοσιογράφων καλείται να αντλήσει έμπνευση από τις ένδοξες μορφές του παρελθόντος, τόσο της ελληνικής όσο και της παγκόσμιας δημοσιογραφίας. Να θυμηθούν ότι ο Χάντερ Σ. Τόμσον, ο Μπέρνσταϊν, ο Χερς, όπως και ο Γλέζος, η Βλάχου, η Σωτηρίου, η Παππά, ο Καραπαναγιώτης, ο Λαμπράκης, και τόσοι άλλοι, δεν δίστασαν να αναλάβουν προσωπικά ρίσκα, να αψηφήσουν τα συμφέροντα, να πολεμήσουν για την αλήθεια.
Αυτή είναι η δημοσιογραφία που χρειάζεται και πάλι η Ελλάδα, για να ξαναβρεί την ψυχή της και να υπηρετήσει με σεβασμό και αφοσίωση τον πολίτη, την κοινωνία, τη δημοκρατία.
Πηγή: neosrategy.gr
Υπήρξε μια εποχή που η δημοσιογραφία, και στην Ελλάδα και στον υπόλοιπο κόσμο, ήταν το τελευταίο προπύργιο της αλήθειας. Η κοινωνία στηριζόταν στους δημοσιογράφους για να μάθει τι συμβαίνει και να κατανοήσει τον κόσμο γύρω της. Μορφές εμβληματικές κατέθεσαν ψυχή και ακεραιότητα στο επάγγελμα, μετατρέποντας τη δημοσιογραφία σε λειτούργημα που στάθηκε δίπλα στον πολίτη. Αυτοί οι άνθρωποι έγραψαν με την καρδιά τους, με μια αποστολή να ρίξουν φως στα σκοτάδια της αδικίας και να δώσουν φωνή στους ανθρώπους που δεν είχαν.
Οι δημοσιογράφοι τότε δεν ήταν απλώς καταγραφείς γεγονότων, αλλά άφοβοι πολεμιστές της γνώσης και της διαφάνειας. Μορφές εμβληματικές όπως ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ο Νίκος Καζαντζάκης, ο Κωνσταντίνος Φαλτάιτς, ο Δημήτρης Ψαθάς, η Ελένη Βλάχου, ο Ιάκωβος Καμπανέλλης, ο Μανώλης Γλέζος, ο Δημήτρης, ο Γρηγόρης και ο Χρήστος Λαμπράκης, η Έλλη Παππά, η Διδώ Σωτηρίου, η Αριστέα Μπουγάτσου, η Μαλβίνα Κάραλη, η Βιργινία Τσουδερού, ο Κώστας Τσαρούχας, ο Γιάννης Μαρίνος, ο Σεραφείμ Φυντανίδης, ο Χρήστος Πασαλάρης και ο Λέων Καραπαναγιώτης – όλοι τους άνθρωποι που με τη γραφή τους χάραξαν πορείες ανεξίτηλες στην ιστορία της ελληνικής δημοσιογραφίας.
Ο Μανώλης Γλέζος, ο αδάμαστος αγωνιστής που με το κατέβασμα της ναζιστικής σημαίας από την Ακρόπολη έγραψε ιστορία, συνέχισε τη μάχη του για την αλήθεια και την ελευθερία μέσα από την πένα του, αφήνοντας ανεξίτηλο αποτύπωμα στον αγώνα για την κοινωνική δικαιοσύνη.
Αυτοί οι δημοσιογράφοι δεν περιορίστηκαν στα όρια μιας ασφαλούς και αποστειρωμένης καριέρας. Έγραφαν με πάθος, τολμούσαν να αμφισβητήσουν τις δομές της εξουσίας, ήταν έτοιμοι να θυσιάσουν τα πάντα για την αλήθεια. Ο Νίκος Καζαντζάκης, με τις ταξιδιωτικές ανταποκρίσεις του και την Οδύσσειά του, μας γνώρισε λαούς και πολιτισμούς με το βλέμμα ενός ανθρώπου που ζούσε τη ζωή του σαν διαρκή αναζήτηση της αλήθειας.
Η Ελένη Βλάχου, σύμβολο του ελεύθερου Τύπου, αψήφησε τον φόβο και αντιστάθηκε στη δικτατορία, κλείνοντας τη «Καθημερινή» ως πράξη αντίστασης.
Η Έλλη Παππά και η Διδώ Σωτηρίου έδωσαν μάχη για τον λαό και τη δικαιοσύνη, γράφοντας κείμενα που αντηχούν ακόμα σαν φωνές μιας γενιάς που δεν συμβιβάστηκε. Ο Μανώλης Γλέζος, παράδειγμα απαράμιλλου θάρρους, ήταν και αυτός μια φωνή που ύψωνε πάντα το ανάστημά του ενάντια στην αδικία, είτε στον δρόμο είτε με την πένα του.Μια από τις μεγάλες κυρίες της ελληνικής δημοσιογραφίας, η Ελένη Βλάχου
Σήμερα, όμως, αυτή η φλόγα τρεμοσβήνει. Η ελληνική δημοσιογραφία έχει υποκύψει στην πίεση των συμφερόντων και της εμπορευματοποίησης, μετατρέποντας την ενημέρωση σε προϊόν, την είδηση σε εμπόρευμα, και τη γνώμη σε εργαλείο χειραγώγησης. Το ρεπορτάζ, το ζωντανό αυτό κομμάτι της ενημέρωσης, μοιάζει να έχει αντικατασταθεί από τον «γραφειοκεντρισμό» των σημερινών ειδήσεων.
Οι δημοσιογράφοι δεν βγαίνουν πια στον δρόμο, δεν συνομιλούν με τον κόσμο, δεν βιώνουν την πραγματικότητα που καλούνται να καταγράψουν. Η άποψή τους, απόμακρη και αφ’ υψηλού, μοιάζει πολλές φορές αποκομμένη από την καθημερινότητα του λαού.
Εν τω μεταξύ, οι λίγοι εναπομείναντες έντιμοι δημοσιογράφοι – εκείνοι που εξακολουθούν να πιστεύουν στην αξία της αλήθειας και της αντικειμενικότητας – βρίσκονται συχνά στο περιθώριο. Οι άνθρωποι αυτοί, πιστοί στο καθήκον τους, αντιμετωπίζουν μια σκληρή πραγματικότητα: η ακεραιότητά τους θεωρείται «ενοχλητική», και οι ίδιοι τοποθετούνται στην «άβολη» θέση του αμφισβητούμενου, εκείνου που δεν «προσαρμόζεται» στις επιταγές της εποχής. Η αλήθεια δεν είναι βολική, και οι φωνές που την υπηρετούν θεωρούνται δυσάρεστες από τα μεγάλα συμφέροντα που ελέγχουν την ενημέρωση. Έτσι, οι λίγοι αυτοί άξιοι φρουροί της αλήθειας βρίσκονται στο περιθώριο, μακριά από τη λάμψη των καναλιών και τις θέσεις εξουσίας.
Οι πρώτες προειδοποιήσεις από τις… ΗΠΑ!
Αλλά από τα τέλη της δεκαετίας του 1970, κάτι άρχισε να αλλάζει και σε παγκόσμιο επίπεδο. Με την άνοδο της εμπορευματοποίησης και της συγκέντρωσης των μέσων ενημέρωσης στα χέρια μεγάλων επιχειρηματιών, η δημοσιογραφία έχασε την ακεραιότητά της και άρχισε να προσαρμόζεται στους ρυθμούς του κέρδους και της διαπλοκής. Εμβληματικοί ξένοι δημοσιογράφοι, όπως ο Καρλ Μπέρνσταϊν, ο Χάντερ Σ. Τόμσον και ο Σέιμουρ Χερς, έκρουαν τον κώδωνα του κινδύνου για την «εμπορευματοποίηση της αλήθειας» και την απώλεια της ανεξαρτησίας των μέσων ενημέρωσης.
Ο Καρλ Μπέρνσταϊν, ο οποίος μαζί με τον Μπομπ Γούντγουορντ αποκάλυψε το σκάνδαλο του Γουότεργκεϊτ, είχε προειδοποιήσει: «Η δημοσιογραφία σήμερα δεν ασχολείται με την αλήθεια, αλλά με το πώς θα πουλήσει περισσότερο». Ο Μπέρνσταϊν ήταν σαφής ότι η δεοντολογία της δημοσιογραφίας έχει αντικατασταθεί από τη δίψα για εντυπωσιασμό και «γρήγορα» κέρδη, κάνοντας τον Τύπο να χάσει την αξιοπιστία του στα μάτια του κοινού.
Ο Χάντερ Σ. Τόμσον, ο θρυλικός πατέρας του γκονζο-δημοσιογραφικού ρεύματος, είχε προειδοποιήσει από τη δεκαετία του 1970 ότι «οι αλήθειες της δημοσιογραφίας δεν πουλάνε πια» και ότι τα μέσα ενημέρωσης γίνονται «εργαλεία της εξουσίας» αντί για φορείς της αλήθειας. Η κυνική του ματιά, πάντα αιχμηρή και προκλητική, στόχευε την τάση των μέσων να προωθούν τη φανταχτερή πληροφορία και να αποφεύγουν τον πραγματικό, ουσιαστικό σχολιασμό.
Ο Σέιμουρ Χερς, γνωστός για τις αποκαλύψεις του σχετικά με τη σφαγή του Μάι Λάι στον πόλεμο του Βιετνάμ, εξέφρασε έντονη ανησυχία για τη σημερινή κατάσταση της δημοσιογραφίας, λέγοντας: «Οι δημοσιογράφοι σήμερα είναι πολύ πιο πρόθυμοι να γίνουν υπάλληλοι των ισχυρών παρά να πολεμήσουν γι’ αυτό που είναι σωστό». Ο Χερς επεσήμανε τη διαπλοκή των δημοσιογράφων με τα συμφέροντα, τονίζοντας πως η πραγματική ερευνητική δημοσιογραφία, που κάποτε ήταν θεμέλιος λίθος της ελευθερίας του Τύπου, έχει περιοριστεί σε ελάχιστα μέσα και σε ελάχιστους τολμηρούς δημοσιογράφους.
Τι κάνουμε;
Αυτές οι παρατηρήσεις είναι τραγικά επίκαιρες και στην Ελλάδα, όπου η δημοσιογραφία συχνά υποχωρεί μπροστά στις επιταγές της αγοράς και τα πολιτικά συμφέροντα. Οι λίγοι εναπομείναντες δημοσιογράφοι που παραμένουν πιστοί στις αρχές του επαγγέλματος βρίσκονται περιθωριοποιημένοι, και η εντιμότητά τους, αντί να θεωρείται προτέρημα, τους απομονώνει.
Η κρίση της δημοσιογραφίας στην Ελλάδα είναι βαθιά και πολύπλοκη, όπως και στον υπόλοιπο κόσμο. Αλλά η λύση μπορεί να βρίσκεται στα λόγια των θρυλικών αυτών δημοσιογράφων του χθες: η δημοσιογραφία χρειάζεται να επιστρέψει στις ρίζες της. Χρειάζεται θάρρος, ανεξαρτησία, και πάνω απ’ όλα, αφοσίωση στην αλήθεια. Οι δημοσιογράφοι πρέπει να επαναφέρουν την αποστολή του επαγγέλματος, να ξαναγίνουν πολεμιστές της διαφάνειας και να θυμηθούν ότι, όπως είπε ο Μπέρνσταϊν, η δημοσιογραφία δεν είναι μέσο κέρδους, αλλά μέσο για να προσφέρεις την αλήθεια στον λαό.
Αυτή η νέα γενιά των δημοσιογράφων καλείται να αντλήσει έμπνευση από τις ένδοξες μορφές του παρελθόντος, τόσο της ελληνικής όσο και της παγκόσμιας δημοσιογραφίας. Να θυμηθούν ότι ο Χάντερ Σ. Τόμσον, ο Μπέρνσταϊν, ο Χερς, όπως και ο Γλέζος, η Βλάχου, η Σωτηρίου, η Παππά, ο Καραπαναγιώτης, ο Λαμπράκης, και τόσοι άλλοι, δεν δίστασαν να αναλάβουν προσωπικά ρίσκα, να αψηφήσουν τα συμφέροντα, να πολεμήσουν για την αλήθεια.
Αυτή είναι η δημοσιογραφία που χρειάζεται και πάλι η Ελλάδα, για να ξαναβρεί την ψυχή της και να υπηρετήσει με σεβασμό και αφοσίωση τον πολίτη, την κοινωνία, τη δημοκρατία.
Πηγή: neosrategy.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.