Αρθρο της καθηγήτρια Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο La Sapienza της Ρώμης, Ντονατέλα Ντι Τσέζαρε που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό L’ Espresso
Πόσοι φιλόσοφοι έχουν εργαστεί με τη θέλησή τους σε εργοστάσιο; Κανείς; Εργάστηκε μια γυναίκα: η Σιμόν Βέιλ. Το δοκίμιό της «Σκέψεις για τις αιτίες της ελευθερίας και της κοινωνικής καταπίεσης», που είναι η μαρτυρία της εργασιακής εμπειρίας της σε τρεις διαφορετικές μεταλλουργικές εγκαταστάσεις στην περιφέρεια του Παρισιού, είναι ένα σπάνιο ντοκουμέντο που θυμίζει στη φιλοσοφία την πολιτική της στράτευση. Πώς μπορούμε να κατανοήσουμε την πείνα των άλλων; Πώς να φανταστούμε την ταλαιπωρία, την κούραση, την ταπείνωσή τους; Η ενσυναίσθηση σταματάει συχνά στις καλές προθέσεις. Πολλοί αποτραβιούνται στην αδιαφορία.
Οταν, τον Δεκέμβριο του 1934, η Σιμόν Βέιλ πήγε να εργαστεί ως φρεζαδόρισσα στη Ρενό, ήθελε να καταδείξει ότι ο κομμουνισμός, όπως αυτή τον αντιλαμβανόταν, δεν ήταν μόνο το πολιτικό ιδεώδες μιας μελλοντικής κοινότητας, αλλά σήμαινε πρωτίστως άμεσο μοίρασμα των συνθηκών ύπαρξης των υπό εκμετάλλευση. Πώς ζει καθημερινά μια εργάτρια; Αυτή που απαντάει είναι μια καθηγήτρια φιλοσοφίας, η οποία πλάι στην εργάτρια, στην αλυσίδα συναρμολόγησης, κάνει τις ίδιες κινήσεις, νιώθει στο σώμα της την ίδια κούραση, βιώνει την ίδια καταπίεση. Για να μπορέσει έπειτα να καταγγείλει την εξευτελιστική μονοτονία, την ύπουλη εξατομίκευση, τον ανταγωνισμό που εμποδίζει κάθε αδελφοσύνη. Να είναι σκλάβοι χωρίς να γνωρίζουν ότι είναι σκλάβοι: αυτή είναι η κατάσταση των εργατών. Σκυμμένοι πάνω στις μηχανές, καταλήγουν να υποτάσσονται πειθήνια χωρίς να σκέφτονται. Αυτό είναι που καταπλήσσει περισσότερο τη Βέιλ. Η κακοτυχία είναι το τρομερό μυστήριο κάθε ύπαρξης.
Για τους εργάτες, όμως, η κακοτυχία διπλασιάζεται επειδή δεν είναι σε θέση να την αρθρώσουν παρά μόνον προσφεύγοντας σε τυποποιημένες εκφράσεις και σε εκείνη τη στείρα αργκό που αποτελεί το μεγάλο πρόβλημα του συνδικαλιστικού κινήματος. Οι διεκδικήσεις δεν αρκούν. Δεν είναι μόνο οι σχέσεις παραγωγής εκείνες που δημιουργούν τη σκλαβιά, η οποία επανεμφανίζεται ακόμα και εκεί όπου το κράτος αντικαθιστά τον επιχειρηματία. Το λάθος είναι να πιστεύουμε, όπως πίστευε ο Μαρξ, ότι η πρόοδος μπορεί να καταπραΰνει ή και να αλλάξει την τύχη των εργατών. Το προϊόν του καπιταλισμού είναι η απονέκρωση της εργασίας. Εξετάζοντας και τις επιπτώσεις της τεχνικής πάνω στη ζωή και σε αυτό που θα μπορούσε να αποκληθεί μετατροπή κάθε απασχολούμενου σε εργάτη, η Βέιλ αντιλαμβάνεται ότι πρέπει να αναθεωρήσουμε ολικά τις αντιλήψεις μας για την εργασία.
Και στο βάθος, αυτό το καθήκον μάς αφήνει ως κληρονομιά. Ριζοσπάστρια, παθιασμένη, ειλικρινής, αδιάλλακτη, ανυποχώρητη, έτοιμη για κάθε θυσία και αρνητική απέναντι σε κάθε συμβιβασμό: αυτό είναι το πορτρέτο της Σιμόν που αναδύεται από τα γραπτά της και από τις μαρτυρίες όσων τη γνώρισαν. Θα μπορούσε κανείς να τη χαρακτηρίσει σήμερα εξτρεμίστρια. Εξω από τα κόμματα, στα οποία ασκούσε σκληρή κριτική, συνεργάστηκε με τη συνδικαλιστική περιοδική επιθεώρηση «Révolution prolétarienne». Υπήρξε τόσο κριτική τροτσκίστρια, ώστε διαφώνησε σε μια θρυλική σύγκρουση με τον ίδιο τον Τρότσκι, τον οποίο επέκρινε επειδή δεν αναγνώριζε τον καταπιεστικό χαρακτήρα του σοβιετικού κράτους. Δεν προξενεί έκπληξη το ότι τη βρίσκουμε το 1936, στη διάρκεια του ισπανικού εμφύλιου πολέμου, στο τάγμα των αναρχικών του Μπουεναβεντούρα Ντουρούτι.
Η Βέιλ έτρεχε για να συναντήσει την Ιστορία. Επιθυμούσε να παρακολουθεί τα δράματα από κοντά, ακριβώς στους τόπους όπου συντελούνταν ιστορικές αλλαγές. Γι’ αυτό, το 1932, αψηφώντας το ότι ως εβραία θα μπορούσε να γίνει στοχευμένο θύμα, πήγε στο Βερολίνο. Με εκείνο το δικό της ύφος της φιλοσόφου-δημοσιογράφου, που ερμηνεύει το παρόν συλλαμβάνοντας το βάθος του, αναγνώρισε στην τραγική ήττα της γερμανικής Αριστεράς, που ήταν διαιρεμένη και παραλυμένη, εκείνη την ήττα από την οποία η Αριστερά μόνο με πολύ μόχθο θα μπορούσε να συνέλθει. Ο χιτλερισμός δεν ήταν απλώς βαρβαρότητα. Ηταν κυρίως η εξουσία του κράτους που εκδηλωνόταν απροκάλυπτα, στηριζόμενη στον παλαιό εθνικιστικό μύθο της πατρίδας. Η ναζιστική ιδεολογία, όμως, ήταν «εξαιρετικά μολυσματική» και στην Αριστερά, όπου η ιδέα του κράτους συνέχιζε να ασκεί μια σκοτεινή γοητεία, όπως καταδείκνυε και η αυταρχική και τεχνοκρατική σοβιετική παρέκκλιση.
«Ο στοχασμός για το κοινωνικό είναι ένας εξαγνισμός εξίσου αποτελεσματικός με την απόσυρση από τον κόσμο κι επομένως δεν έκανα λάθος που στράφηκα επί τόσα χρόνια στην πολιτική». Σιμόν η επαναστάτρια και Σιμόν η μυστικίστρια είναι δύο από τα διάφορα πρόσωπά της. Το 1937 ταξιδεύει στην Ιταλία. Η Ούμπρια τη μαγεύει. Η φτώχεια του Φραγκίσκου της Ασίζης τη συνεπαίρνει. «Ενώ βρισκόμουν μόνη στο μικρό παρεκκλήσι του 12ου αιώνα της Αγίας Μαρίας των Αγγέλων, όπου ο άγιος Φραγκίσκος προσευχόταν πολύ συχνά, κάτι μέσα μου με υποχρέωσε, για πρώτη φορά στη ζωή μου, να γονατίσω». Θα μπορούσαμε ίσως να τη φανταστούμε σε κάποιο φραγκισκανό ησυχαστήριο. Αστειευόμενη σκεφτόταν να μεταμφιεστεί σε άνδρα για να μπορέσει να παραμείνει σε αυτούς τους τόπους. Η Σιμόν εγκατέλειψε όμως την Ευρώπη, για να καταφύγει με τους γονείς της στην Αμερική.
Ηταν το ταξίδι που έκαναν τόσοι πρόσφυγες. Εκείνη όμως αισθανόταν σαν φυγάδα, σαν να είχε θελήσει να αποφύγει τη συμφορά που έπληττε όσους είχαν παγιδευτεί στη «γηραιά ήπειρο», τους Γάλλους αλλά ιδιαίτερα τους Ευρωπαίους Εβραίους. Αρχιζε η εξόντωση. Η Βέιλ δεν μεταστράφηκε στον καθολικισμό. Παρέμεινε στο κατώφλι του. Ακριβώς γι’ αυτό είναι δύσκολο να πούμε ποια ήταν η σχέση της με τον εβραϊσμό, από τον οποίο σε κάθε περίπτωση κρατούσε μεγάλες αποστάσεις, όπως πολλοί αφομοιωμένοι Εβραίοι εκείνης της εποχής. Σε αυτήν όμως την απίστευτη ποσότητα κειμένων που έγραψε από τότε που πήγε στο Λονδίνο, με την προσδοκία να συνδεθεί με τη γαλλική Αντίσταση, εμφανίζεται η (εβραϊκής προέλευσης) ιδέα της εξορίας του Θεού.
Ο Θεός δεν ασχολήθηκε με το δημιούργημά του. Αποσύρθηκε για να δώσει χώρο στον κόσμο. Αυτή η χειρονομία δωρεάς είναι το υπόδειγμα για κάθε ύπαρξη που αποσύρεται, αφήνοντας τον άλλον να υπάρξει. Εξαντλημένη από το ερευνητικό της πάθος, ταλαιπωρημένη από την εσωτερική της ένταση, βασανισμένη από τη θλίψη, παραδομένη στην ψυχρή εξορία ενός αγγλικού σανατορίου, έξω από κάθε μέτωπο, η Σιμόν αφέθηκε σε μιαν απελπισμένη ανορεξία, λιμοκτονώντας ώς την αυτοεκμηδένιση. Λες και, με την απόσυρσή της, απέφυγε για πάντα την εμπλοκή του άλλου, που θα είχε μπορέσει να τη σώσει.
Η Ντονατέλα Ντι Τσέζαρε είναι καθηγήτρια Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο La Sapienza της Ρώμης. Συμπληρώνονται φέτος 80 χρόνια από τον θάνατο της Σιμόν Βέιλ (1909-1943). Στο δοκίμιό της «Σκέψεις για τις αιτίες της ελευθερίας και της κοινωνικής καταπίεσης» (Ηριδανός 2017), η Βέιλ ασκεί κριτική στον Μαρξ, επειδή θεωρούσε ότι για τη χειραφέτηση της εργατικής τάξης αρκεί η κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας και η συλλογική διαχείριση των μέσων παραγωγής. Ετσι όμως –και μάλιστα με το κράτος ιδιοκτήτη– δεν καταργείται η υποδούλωση του εργάτη στην επιχείρηση και σε αυτούς που τη διευθύνουν, δεν καταργούνται οι μηχανισμοί που διαιωνίζουν την καταπίεση. Δεν αλλάζει επομένως ριζικά το παραγωγικό σύστημα και fsinη οργάνωση της εργασίας, όπως κατέδειξε άλλωστε και η εμπειρία της ρωσικής επανάστασης
Πόσοι φιλόσοφοι έχουν εργαστεί με τη θέλησή τους σε εργοστάσιο; Κανείς; Εργάστηκε μια γυναίκα: η Σιμόν Βέιλ. Το δοκίμιό της «Σκέψεις για τις αιτίες της ελευθερίας και της κοινωνικής καταπίεσης», που είναι η μαρτυρία της εργασιακής εμπειρίας της σε τρεις διαφορετικές μεταλλουργικές εγκαταστάσεις στην περιφέρεια του Παρισιού, είναι ένα σπάνιο ντοκουμέντο που θυμίζει στη φιλοσοφία την πολιτική της στράτευση. Πώς μπορούμε να κατανοήσουμε την πείνα των άλλων; Πώς να φανταστούμε την ταλαιπωρία, την κούραση, την ταπείνωσή τους; Η ενσυναίσθηση σταματάει συχνά στις καλές προθέσεις. Πολλοί αποτραβιούνται στην αδιαφορία.
Οταν, τον Δεκέμβριο του 1934, η Σιμόν Βέιλ πήγε να εργαστεί ως φρεζαδόρισσα στη Ρενό, ήθελε να καταδείξει ότι ο κομμουνισμός, όπως αυτή τον αντιλαμβανόταν, δεν ήταν μόνο το πολιτικό ιδεώδες μιας μελλοντικής κοινότητας, αλλά σήμαινε πρωτίστως άμεσο μοίρασμα των συνθηκών ύπαρξης των υπό εκμετάλλευση. Πώς ζει καθημερινά μια εργάτρια; Αυτή που απαντάει είναι μια καθηγήτρια φιλοσοφίας, η οποία πλάι στην εργάτρια, στην αλυσίδα συναρμολόγησης, κάνει τις ίδιες κινήσεις, νιώθει στο σώμα της την ίδια κούραση, βιώνει την ίδια καταπίεση. Για να μπορέσει έπειτα να καταγγείλει την εξευτελιστική μονοτονία, την ύπουλη εξατομίκευση, τον ανταγωνισμό που εμποδίζει κάθε αδελφοσύνη. Να είναι σκλάβοι χωρίς να γνωρίζουν ότι είναι σκλάβοι: αυτή είναι η κατάσταση των εργατών. Σκυμμένοι πάνω στις μηχανές, καταλήγουν να υποτάσσονται πειθήνια χωρίς να σκέφτονται. Αυτό είναι που καταπλήσσει περισσότερο τη Βέιλ. Η κακοτυχία είναι το τρομερό μυστήριο κάθε ύπαρξης.
Για τους εργάτες, όμως, η κακοτυχία διπλασιάζεται επειδή δεν είναι σε θέση να την αρθρώσουν παρά μόνον προσφεύγοντας σε τυποποιημένες εκφράσεις και σε εκείνη τη στείρα αργκό που αποτελεί το μεγάλο πρόβλημα του συνδικαλιστικού κινήματος. Οι διεκδικήσεις δεν αρκούν. Δεν είναι μόνο οι σχέσεις παραγωγής εκείνες που δημιουργούν τη σκλαβιά, η οποία επανεμφανίζεται ακόμα και εκεί όπου το κράτος αντικαθιστά τον επιχειρηματία. Το λάθος είναι να πιστεύουμε, όπως πίστευε ο Μαρξ, ότι η πρόοδος μπορεί να καταπραΰνει ή και να αλλάξει την τύχη των εργατών. Το προϊόν του καπιταλισμού είναι η απονέκρωση της εργασίας. Εξετάζοντας και τις επιπτώσεις της τεχνικής πάνω στη ζωή και σε αυτό που θα μπορούσε να αποκληθεί μετατροπή κάθε απασχολούμενου σε εργάτη, η Βέιλ αντιλαμβάνεται ότι πρέπει να αναθεωρήσουμε ολικά τις αντιλήψεις μας για την εργασία.
Και στο βάθος, αυτό το καθήκον μάς αφήνει ως κληρονομιά. Ριζοσπάστρια, παθιασμένη, ειλικρινής, αδιάλλακτη, ανυποχώρητη, έτοιμη για κάθε θυσία και αρνητική απέναντι σε κάθε συμβιβασμό: αυτό είναι το πορτρέτο της Σιμόν που αναδύεται από τα γραπτά της και από τις μαρτυρίες όσων τη γνώρισαν. Θα μπορούσε κανείς να τη χαρακτηρίσει σήμερα εξτρεμίστρια. Εξω από τα κόμματα, στα οποία ασκούσε σκληρή κριτική, συνεργάστηκε με τη συνδικαλιστική περιοδική επιθεώρηση «Révolution prolétarienne». Υπήρξε τόσο κριτική τροτσκίστρια, ώστε διαφώνησε σε μια θρυλική σύγκρουση με τον ίδιο τον Τρότσκι, τον οποίο επέκρινε επειδή δεν αναγνώριζε τον καταπιεστικό χαρακτήρα του σοβιετικού κράτους. Δεν προξενεί έκπληξη το ότι τη βρίσκουμε το 1936, στη διάρκεια του ισπανικού εμφύλιου πολέμου, στο τάγμα των αναρχικών του Μπουεναβεντούρα Ντουρούτι.
Η Βέιλ έτρεχε για να συναντήσει την Ιστορία. Επιθυμούσε να παρακολουθεί τα δράματα από κοντά, ακριβώς στους τόπους όπου συντελούνταν ιστορικές αλλαγές. Γι’ αυτό, το 1932, αψηφώντας το ότι ως εβραία θα μπορούσε να γίνει στοχευμένο θύμα, πήγε στο Βερολίνο. Με εκείνο το δικό της ύφος της φιλοσόφου-δημοσιογράφου, που ερμηνεύει το παρόν συλλαμβάνοντας το βάθος του, αναγνώρισε στην τραγική ήττα της γερμανικής Αριστεράς, που ήταν διαιρεμένη και παραλυμένη, εκείνη την ήττα από την οποία η Αριστερά μόνο με πολύ μόχθο θα μπορούσε να συνέλθει. Ο χιτλερισμός δεν ήταν απλώς βαρβαρότητα. Ηταν κυρίως η εξουσία του κράτους που εκδηλωνόταν απροκάλυπτα, στηριζόμενη στον παλαιό εθνικιστικό μύθο της πατρίδας. Η ναζιστική ιδεολογία, όμως, ήταν «εξαιρετικά μολυσματική» και στην Αριστερά, όπου η ιδέα του κράτους συνέχιζε να ασκεί μια σκοτεινή γοητεία, όπως καταδείκνυε και η αυταρχική και τεχνοκρατική σοβιετική παρέκκλιση.
«Ο στοχασμός για το κοινωνικό είναι ένας εξαγνισμός εξίσου αποτελεσματικός με την απόσυρση από τον κόσμο κι επομένως δεν έκανα λάθος που στράφηκα επί τόσα χρόνια στην πολιτική». Σιμόν η επαναστάτρια και Σιμόν η μυστικίστρια είναι δύο από τα διάφορα πρόσωπά της. Το 1937 ταξιδεύει στην Ιταλία. Η Ούμπρια τη μαγεύει. Η φτώχεια του Φραγκίσκου της Ασίζης τη συνεπαίρνει. «Ενώ βρισκόμουν μόνη στο μικρό παρεκκλήσι του 12ου αιώνα της Αγίας Μαρίας των Αγγέλων, όπου ο άγιος Φραγκίσκος προσευχόταν πολύ συχνά, κάτι μέσα μου με υποχρέωσε, για πρώτη φορά στη ζωή μου, να γονατίσω». Θα μπορούσαμε ίσως να τη φανταστούμε σε κάποιο φραγκισκανό ησυχαστήριο. Αστειευόμενη σκεφτόταν να μεταμφιεστεί σε άνδρα για να μπορέσει να παραμείνει σε αυτούς τους τόπους. Η Σιμόν εγκατέλειψε όμως την Ευρώπη, για να καταφύγει με τους γονείς της στην Αμερική.
Ηταν το ταξίδι που έκαναν τόσοι πρόσφυγες. Εκείνη όμως αισθανόταν σαν φυγάδα, σαν να είχε θελήσει να αποφύγει τη συμφορά που έπληττε όσους είχαν παγιδευτεί στη «γηραιά ήπειρο», τους Γάλλους αλλά ιδιαίτερα τους Ευρωπαίους Εβραίους. Αρχιζε η εξόντωση. Η Βέιλ δεν μεταστράφηκε στον καθολικισμό. Παρέμεινε στο κατώφλι του. Ακριβώς γι’ αυτό είναι δύσκολο να πούμε ποια ήταν η σχέση της με τον εβραϊσμό, από τον οποίο σε κάθε περίπτωση κρατούσε μεγάλες αποστάσεις, όπως πολλοί αφομοιωμένοι Εβραίοι εκείνης της εποχής. Σε αυτήν όμως την απίστευτη ποσότητα κειμένων που έγραψε από τότε που πήγε στο Λονδίνο, με την προσδοκία να συνδεθεί με τη γαλλική Αντίσταση, εμφανίζεται η (εβραϊκής προέλευσης) ιδέα της εξορίας του Θεού.
Ο Θεός δεν ασχολήθηκε με το δημιούργημά του. Αποσύρθηκε για να δώσει χώρο στον κόσμο. Αυτή η χειρονομία δωρεάς είναι το υπόδειγμα για κάθε ύπαρξη που αποσύρεται, αφήνοντας τον άλλον να υπάρξει. Εξαντλημένη από το ερευνητικό της πάθος, ταλαιπωρημένη από την εσωτερική της ένταση, βασανισμένη από τη θλίψη, παραδομένη στην ψυχρή εξορία ενός αγγλικού σανατορίου, έξω από κάθε μέτωπο, η Σιμόν αφέθηκε σε μιαν απελπισμένη ανορεξία, λιμοκτονώντας ώς την αυτοεκμηδένιση. Λες και, με την απόσυρσή της, απέφυγε για πάντα την εμπλοκή του άλλου, που θα είχε μπορέσει να τη σώσει.
Η Ντονατέλα Ντι Τσέζαρε είναι καθηγήτρια Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο La Sapienza της Ρώμης. Συμπληρώνονται φέτος 80 χρόνια από τον θάνατο της Σιμόν Βέιλ (1909-1943). Στο δοκίμιό της «Σκέψεις για τις αιτίες της ελευθερίας και της κοινωνικής καταπίεσης» (Ηριδανός 2017), η Βέιλ ασκεί κριτική στον Μαρξ, επειδή θεωρούσε ότι για τη χειραφέτηση της εργατικής τάξης αρκεί η κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας και η συλλογική διαχείριση των μέσων παραγωγής. Ετσι όμως –και μάλιστα με το κράτος ιδιοκτήτη– δεν καταργείται η υποδούλωση του εργάτη στην επιχείρηση και σε αυτούς που τη διευθύνουν, δεν καταργούνται οι μηχανισμοί που διαιωνίζουν την καταπίεση. Δεν αλλάζει επομένως ριζικά το παραγωγικό σύστημα και fsinη οργάνωση της εργασίας, όπως κατέδειξε άλλωστε και η εμπειρία της ρωσικής επανάστασης
Αναδημοσίευση:efsin
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.