Μπλόκο σε RT και Sputnik: Ξημερώνει η πιο σκοτεινή ημέρα για την ελευθεροτυπία στην Ε.Ε.
αναδημοσίευση από το Sputnik. Γράφει ο Αρης Χατζηστεφάνου
Λένε ότι μια ομάδα είναι τόσο ικανή όσο το πιο αδύναμο μέλος της. Και αυτό δεν είναι επιλογή της. Η Ευρωπαϊκή Ένωση, ανακοινώνοντας ότι θα μπλοκάρει την πρόσβαση των Ευρωπαίων πολιτών σε μέσα ενημέρωσης που χρηματοδοτούνται από τη ρωσική κυβέρνηση, επέλεξε να ταυτιστεί με το πιο αδύναμο μέλος της στον τομέα της ελευθερίας του Τύπου: Τον πρωθυπουργό της Ουγγαρίας, Βίκτορ Ορμπάν.
Έχω δηλώσει από την πρώτη στιγμή της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία ότι καταδικάζω απερίφραστα τη συγκεκριμένη απόφαση. Δυστυχώς, δεν είναι η πρώτη φορά που βρίσκομαι να συνεργάζομαι με ένα κρατικά χρηματοδοτούμενο μέσο τη στιγμή που η κυβέρνηση της συγκεκριμένης χώρας βρίσκεται σε πόλεμο –κατά την άποψή μου σε έναν άδικο και άκρως επικίνδυνο πόλεμο. Το 2003, όταν η πολεμική μηχανή της Μεγάλης Βρετανίας εισέβαλε και κατέλαβε το Ιράκ εργαζόμουν στην Ελληνική Υπηρεσία του BBC στο Λονδίνο, ένα μέσο ενημέρωσης που χρηματοδοτούνταν απευθείας από το βρετανικό Υπουργείο Εξωτερικών.
Παρά τις περί του αντιθέτου διαβεβαιώσεις των διευθυντικών στελεχών του BBC, έρευνα του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης έδειξε τότε ότι κάλυψη που παρείχε η κρατική ραδιοφωνία και τηλεόραση της Μεγάλης Βρετανίας ήταν με διαφορά η λιγότερο αντικειμενική, αφού προσέφερε περισσότερο χρόνο στα επιχειρήματα των εισβολέων σε σχέση με οποιοδήποτε ιδιωτικό μέσο ενημέρωσης.
Τα ψέματα που μεταδόθηκαν εκείνη τη χρονιά από τα δυτικά ΜΜΕ, συμπεριλαμβανομένων όλων των κρατικά χρηματοδοτούμενων, επέτρεψαν τη διεξαγωγή ενός πολέμου που σε βάθος χρόνου άφησε πίσω του ένα εκατομμύριο νεκρούς, χωρίς να υπολογίζονται τα θύματα από τις διαδοχικές συγκρούσεις και τρομοκρατικές επιθέσεις που πυροδότησε η κατάληψη του Ιράκ στην ευρύτερη Μέση Ανατολή αλλά ακόμη και στην καρδιά της Ευρώπης.
Η αμερικανική και βρετανική προπαγάνδα εκείνων των ημερών ίσως να μην έχει προηγούμενο στη μεταπολεμική μιντιακή ιστορία και ποτέ κανένας δεν απολογήθηκε για αυτήν (και ο κατήφορος που ξεκίνησε εκείνη τη χρονιά για το BBC δεν έχει σταματήσει ακόμη).
Θα αρκούσαν αυτές οι κατηγορίες για να ζητήσει κάποιος την απαγόρευση μετάδοσης του BBC; Σε καμία περίπτωση. Ακόμη και όσοι έδωσαν μάχη για να παραπεμφθεί ο Τόνι Μπλερ και ο Τζορτζ Μπους σε δίκη για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας δεν θα διανοούνταν ούτε να σκεφτούν το ενδεχόμενο να ζητήσουν να κλείσει ένα μέσο ενημέρωσης.
Τα ίδια, όμως, ΜΜΕ και οι ευρωπαϊκοί θεσμοί που συμμετείχαν σε αυτή την ιστορικών διαστάσεων επιχείρηση παραπληροφόρησης έρχονται τώρα να επιβάλουν και να «δικαιολογήσουν» τη φίμωση δυο μέσων ενημέρωσης, τονίζοντας μάλιστα με νόημα ότι είναι κρατικά χρηματοδοτούμενα.
Η ίδια λογική εφαρμόζεται εδώ και χρόνια από αμερικανικές πλατφόρμες του διαδικτύου όπως το Google, το Facebook και το Twitter, που έχουν παραδεχθεί δημοσίως ότι μπλοκάρουν ή περιορίζουν την πρόσβαση σε πηγές ενημέρωσης από χώρες όπως το Ιράν, η Βενεζουέλα και η Ρωσία –χώρες που βρίσκονται εδώ και δεκαετίες στο στόχαστρο του Στέιτ Ντιπάρτμεντ.
Η πιο αστεία παρέμβαση είναι φυσικά του Twitter που εδώ και χρόνια επισημαίνει τους λογαριασμούς που συνδέονται με τη ρωσική κυβέρνηση, χωρίς φυσικά να κάνει το ίδιο για το BBC, την ΕΡΤ ή το NPR. (Παρεμπιπτόντως οι συγκεκριμένες πλατφόρμες «χρηματοδοτούνται» εμμέσως από το αμερικανικό κράτος μέσω γιγαντιαίων φοροελαφρύνσεων, ενώ η Google λαμβάνει εργολαβίες εκατομμυρίων δολαρίων από το αμερικανικό Πεντάγωνο).
Έχω συγκεκριμένη άποψη για τον ρόλο και τα όρια των κρατικά χρηματοδοτούμενων μέσων ενημέρωσης. Θεωρώ την ΕΡΤ με διαφορά το καλύτερο ενημερωτικό κανάλι αλλά δεν παρακολουθώ ποτέ τις ειδήσεις της που αφορούν την ελληνική πολιτική επικαιρότητα –ειδικά από τη στιγμή που το Μαξίμου ανέλαβε άμεσα τον έλεγχο της ροής πληροφοριών στα κρατικά ΜΜΕ.
Βρίσκω εξαιρετικές εκπομπές και ντοκιμαντέρ στο Telesur, αλλά προφανώς δεν διαβάζω σε αυτό τις ειδήσεις για την εσωτερική κατάσταση στη Βενεζουέλα. Το αμερικανικό NPR είναι ίσως η καλύτερη κρατική ραδιοφωνία στον κόσμο αλλά, με όλο τον σεβασμό, δεν θα μάθω από αυτό τι συμβαίνει στους διαδρόμους της Ουάσιγκτον.
Αν θέλουμε λοιπόν να μιλήσουμε για μηχανές προπαγάνδας σε κρατικά ΜΜΕ έχουμε δεκάδες παραδείγματα να παρουσιάσουμε στις ΗΠΑ και την Ευρώπη. Αν θέλουμε όμως να μιλήσουμε για μηχανές λογοκρισίας στον δυτικό κόσμο, μπορούμε πλέον να δώσουμε τα σκήπτρα στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Όπως εξήγησε σε μήνυμά του στο Twitter, ο Πρόεδρος του Τμήματος Επικοινωνίας και ΜΜΕ του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Γιώργος Πλειός, «η απαγόρευση της λειτουργίας οποιωνδήποτε μέσων, συμπεριλαμβανομένων των RT και Sputnik μόνο και μόνο επειδή εκφράζουν μια διαφορετικά άποψη για τον πόλεμο σημαίνει αποχαιρετισμό στην ελευθερία του Τύπου. Σημαίνει την αυγή ενός νέου αυταρχικού συστήματος μέσων και πολιτεύματος».
Το γεγονός ότι στο άμεσο μέλλον ίσως χρειαζόμαστε να χρησιμοποιούμε μηχανισμούς τύπου VPN, όπως κάνουν οι πολίτες στο Ιράν ή την Κίνα, για να παρακολουθούμε πηγές ενημέρωσης που δεν έχουν την έγκριση των Βρυξελλών συνιστά μια από τις πιο σκοτεινές στιγμές στη μεταπολεμική ιστορία της Ευρώπης.
αναδημοσίευση από το Sputnik. Γράφει ο Αρης Χατζηστεφάνου
Λένε ότι μια ομάδα είναι τόσο ικανή όσο το πιο αδύναμο μέλος της. Και αυτό δεν είναι επιλογή της. Η Ευρωπαϊκή Ένωση, ανακοινώνοντας ότι θα μπλοκάρει την πρόσβαση των Ευρωπαίων πολιτών σε μέσα ενημέρωσης που χρηματοδοτούνται από τη ρωσική κυβέρνηση, επέλεξε να ταυτιστεί με το πιο αδύναμο μέλος της στον τομέα της ελευθερίας του Τύπου: Τον πρωθυπουργό της Ουγγαρίας, Βίκτορ Ορμπάν.
Έχω δηλώσει από την πρώτη στιγμή της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία ότι καταδικάζω απερίφραστα τη συγκεκριμένη απόφαση. Δυστυχώς, δεν είναι η πρώτη φορά που βρίσκομαι να συνεργάζομαι με ένα κρατικά χρηματοδοτούμενο μέσο τη στιγμή που η κυβέρνηση της συγκεκριμένης χώρας βρίσκεται σε πόλεμο –κατά την άποψή μου σε έναν άδικο και άκρως επικίνδυνο πόλεμο. Το 2003, όταν η πολεμική μηχανή της Μεγάλης Βρετανίας εισέβαλε και κατέλαβε το Ιράκ εργαζόμουν στην Ελληνική Υπηρεσία του BBC στο Λονδίνο, ένα μέσο ενημέρωσης που χρηματοδοτούνταν απευθείας από το βρετανικό Υπουργείο Εξωτερικών.
Παρά τις περί του αντιθέτου διαβεβαιώσεις των διευθυντικών στελεχών του BBC, έρευνα του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης έδειξε τότε ότι κάλυψη που παρείχε η κρατική ραδιοφωνία και τηλεόραση της Μεγάλης Βρετανίας ήταν με διαφορά η λιγότερο αντικειμενική, αφού προσέφερε περισσότερο χρόνο στα επιχειρήματα των εισβολέων σε σχέση με οποιοδήποτε ιδιωτικό μέσο ενημέρωσης.
Τα ψέματα που μεταδόθηκαν εκείνη τη χρονιά από τα δυτικά ΜΜΕ, συμπεριλαμβανομένων όλων των κρατικά χρηματοδοτούμενων, επέτρεψαν τη διεξαγωγή ενός πολέμου που σε βάθος χρόνου άφησε πίσω του ένα εκατομμύριο νεκρούς, χωρίς να υπολογίζονται τα θύματα από τις διαδοχικές συγκρούσεις και τρομοκρατικές επιθέσεις που πυροδότησε η κατάληψη του Ιράκ στην ευρύτερη Μέση Ανατολή αλλά ακόμη και στην καρδιά της Ευρώπης.
Η αμερικανική και βρετανική προπαγάνδα εκείνων των ημερών ίσως να μην έχει προηγούμενο στη μεταπολεμική μιντιακή ιστορία και ποτέ κανένας δεν απολογήθηκε για αυτήν (και ο κατήφορος που ξεκίνησε εκείνη τη χρονιά για το BBC δεν έχει σταματήσει ακόμη).
Θα αρκούσαν αυτές οι κατηγορίες για να ζητήσει κάποιος την απαγόρευση μετάδοσης του BBC; Σε καμία περίπτωση. Ακόμη και όσοι έδωσαν μάχη για να παραπεμφθεί ο Τόνι Μπλερ και ο Τζορτζ Μπους σε δίκη για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας δεν θα διανοούνταν ούτε να σκεφτούν το ενδεχόμενο να ζητήσουν να κλείσει ένα μέσο ενημέρωσης.
Τα ίδια, όμως, ΜΜΕ και οι ευρωπαϊκοί θεσμοί που συμμετείχαν σε αυτή την ιστορικών διαστάσεων επιχείρηση παραπληροφόρησης έρχονται τώρα να επιβάλουν και να «δικαιολογήσουν» τη φίμωση δυο μέσων ενημέρωσης, τονίζοντας μάλιστα με νόημα ότι είναι κρατικά χρηματοδοτούμενα.
Η ίδια λογική εφαρμόζεται εδώ και χρόνια από αμερικανικές πλατφόρμες του διαδικτύου όπως το Google, το Facebook και το Twitter, που έχουν παραδεχθεί δημοσίως ότι μπλοκάρουν ή περιορίζουν την πρόσβαση σε πηγές ενημέρωσης από χώρες όπως το Ιράν, η Βενεζουέλα και η Ρωσία –χώρες που βρίσκονται εδώ και δεκαετίες στο στόχαστρο του Στέιτ Ντιπάρτμεντ.
Η πιο αστεία παρέμβαση είναι φυσικά του Twitter που εδώ και χρόνια επισημαίνει τους λογαριασμούς που συνδέονται με τη ρωσική κυβέρνηση, χωρίς φυσικά να κάνει το ίδιο για το BBC, την ΕΡΤ ή το NPR. (Παρεμπιπτόντως οι συγκεκριμένες πλατφόρμες «χρηματοδοτούνται» εμμέσως από το αμερικανικό κράτος μέσω γιγαντιαίων φοροελαφρύνσεων, ενώ η Google λαμβάνει εργολαβίες εκατομμυρίων δολαρίων από το αμερικανικό Πεντάγωνο).
Έχω συγκεκριμένη άποψη για τον ρόλο και τα όρια των κρατικά χρηματοδοτούμενων μέσων ενημέρωσης. Θεωρώ την ΕΡΤ με διαφορά το καλύτερο ενημερωτικό κανάλι αλλά δεν παρακολουθώ ποτέ τις ειδήσεις της που αφορούν την ελληνική πολιτική επικαιρότητα –ειδικά από τη στιγμή που το Μαξίμου ανέλαβε άμεσα τον έλεγχο της ροής πληροφοριών στα κρατικά ΜΜΕ.
Βρίσκω εξαιρετικές εκπομπές και ντοκιμαντέρ στο Telesur, αλλά προφανώς δεν διαβάζω σε αυτό τις ειδήσεις για την εσωτερική κατάσταση στη Βενεζουέλα. Το αμερικανικό NPR είναι ίσως η καλύτερη κρατική ραδιοφωνία στον κόσμο αλλά, με όλο τον σεβασμό, δεν θα μάθω από αυτό τι συμβαίνει στους διαδρόμους της Ουάσιγκτον.
Αν θέλουμε λοιπόν να μιλήσουμε για μηχανές προπαγάνδας σε κρατικά ΜΜΕ έχουμε δεκάδες παραδείγματα να παρουσιάσουμε στις ΗΠΑ και την Ευρώπη. Αν θέλουμε όμως να μιλήσουμε για μηχανές λογοκρισίας στον δυτικό κόσμο, μπορούμε πλέον να δώσουμε τα σκήπτρα στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Όπως εξήγησε σε μήνυμά του στο Twitter, ο Πρόεδρος του Τμήματος Επικοινωνίας και ΜΜΕ του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Γιώργος Πλειός, «η απαγόρευση της λειτουργίας οποιωνδήποτε μέσων, συμπεριλαμβανομένων των RT και Sputnik μόνο και μόνο επειδή εκφράζουν μια διαφορετικά άποψη για τον πόλεμο σημαίνει αποχαιρετισμό στην ελευθερία του Τύπου. Σημαίνει την αυγή ενός νέου αυταρχικού συστήματος μέσων και πολιτεύματος».
Το γεγονός ότι στο άμεσο μέλλον ίσως χρειαζόμαστε να χρησιμοποιούμε μηχανισμούς τύπου VPN, όπως κάνουν οι πολίτες στο Ιράν ή την Κίνα, για να παρακολουθούμε πηγές ενημέρωσης που δεν έχουν την έγκριση των Βρυξελλών συνιστά μια από τις πιο σκοτεινές στιγμές στη μεταπολεμική ιστορία της Ευρώπης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.