Από τον Χάρη Ματθαίου στο digitaltvinfo
Η πορεία της χώρας προς το DVB-T2: Εμπρός – πίσω!
Λαμβάνοντας υπόψη μας όλες τις ενέργειες που έχουν γίνει μέχρι τώρα, προκύπτει εύλογα το εξής ερώτημα: Για ποια ψηφιακή μετάβαση μιλάμε στην πραγματικότητα, όταν παρατηρούμε ότι οι υπόλοιπες χώρες της Ευρώπης ακολουθούν άλλο δρόμο; Το δρόμο εκείνο δηλαδή που, ταυτόχρονα με την απόδοση του 2ου Ψηφιακού Μερίσματος, οδηγεί στην ολοκλήρωση της μετάβασης στο νέο πρότυπο επίγειας ψηφιακής εκπομπής, δηλαδή στο DVB-T2/HEVC. Συγκεκριμένα, έχοντας στόχο την ομαλή μετάβαση στο σύγχρονο DVB-T2/HEVC, η Αγγλία, το Βέλγιο, η Ιταλία, η Σουηδία, η Φινλανδία, η Σερβία, η Κροατία, η Πολωνία, η Ισπανία, η Τσεχία, η Ρουμανία, η Αρμενία, η Εσθονία, η Αλβανία, αλλά και άλλες ακόμα χώρες, έχουν ήδη σε παράλληλη λειτουργία το ξεπερασμένο πλέον DVB-T και το DVB-T2, ενώ η Γερμανία και η Αυστρία έχουν μεταβεί πλήρως στο DVB-T2/HEVC.
Είναι όμως προφανές ότι για την ελληνική κυβέρνηση ψηφιακή μετάβαση σημαίνει κάτι άλλο, καθώς το μοντέλο που αποφάσισε να εφαρμόσει περιλαμβάνει μόνο το στρίμωγμα των τηλεοπτικών καναλιών σε λιγότερες συχνότητες, χωρίς καμία προετοιμασία για το πέρασμα στο DVB-T2/HEVC. Κανονικά, η οριστική μετάβαση σε αυτό το σύγχρονο πρότυπο επίγειας ψηφιακής εκπομπής θα πρέπει να έχει ολοκληρωθεί το 2022, ώστε να πραγματοποιηθεί και η πλήρης μετάβαση των τηλεοπτικών καναλιών στο High Definition. Παρόλα αυτά, δεν υπάρχει καμία ενημέρωση των πολιτών, πλην του ότι μπορούν να απολαμβάνουν τόσο εύκολα και τόσο απλά το DVB-T, χωρίς μάλιστα αλλαγή στον εξοπλισμό τους! Έναν εξοπλισμό που η πιθανότητα αντικατάστασής του για λήψη DVB-T2 παρουσιάζεται για ευνόητους λόγους ως ένα μείζον κοινωνικό πρόβλημα, το οποίο όμως αντιμετωπίζεται με μεγάλη ευαισθησία!
Όμως, εκτός του ότι τέτοιον εξοπλισμό διαθέτουν ήδη οι περισσότεροι, το… υπέρογκο ποσό των 25 (!) ευρώ που απαιτείται για την πιθανή απόκτησή του θα μπορούσε να επιστραφεί στους ενδιαφερόμενους υπό μορφή επιδότησης, δεδομένου ότι το συνολικό κόστος αυτής της -εφάπαξ άλλωστε- κρατικής δαπάνης θα αποτελούσε ένα μικρό μόνο τμήμα των εσόδων από την κατάργηση της λεγόμενης “13ης σύνταξης” που ψήφισε και εφάρμοσε από πέρσι η κυβέρνηση. Η οποία επιπλέον, φρόντισε επιμελώς να μην υπάρχει κανένα σαφές χρονοδιάγραμμα, ώστε να μην υποχρεωθούν οι δύο πάροχοι δικτύου (ΕΡΤ και DIGEA) να προχωρήσουν στις απαραίτητες επενδύσεις της νέας τεχνολογίας, παραμένοντας έτσι στο ξεπερασμένο DVB-T.
Προφανώς βέβαια η DIGEA ήταν έτοιμη να ξεκινήσει τις επενδύσεις της το 2017, καθώς ζητούσε από την τότε κυβέρνηση να ενημερώσει τους πολίτες για την ανάγκη μετάβασης στο DVB-T2, τονίζοντας ότι είναι μονόδρομος για την μετάδοση του High Definition. Για να στηρίξει μάλιστα τη θέση της και να αποδείξει σε όλους πόσο δίκιο έχει, σημείωνε ότι η μετάβαση στην τεχνολογία του DVB-T2 αποτελεί πρακτική όλων των Ευρωπαϊκών χωρών, αλλά και προτροπή της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη βέλτιστη δυνατή αξιοποίηση του τηλεοπτικού φάσματος.
Όλα αυτά δεν τα λέγαμε εμείς, αλλά αποτελούσαν την επίσημη θέση της DIGEA το 2017, η οποία το 2020 ενημερώνει τους τηλεθεατές για το πλεονέκτημα που έχουν σήμερα να παρακολουθούν DVB-T με τον υπάρχοντα εξοπλισμό τους! Και δεν είναι μόνο αυτό, αλλά και επιπλέον, το ελληνικό δημόσιο καλείται τώρα να πληρώσει χρηματική αποζημίωση στη DIGEA για τον περιορισμό της υφιστάμενης πλέον χωρητικότητάς της που προκύπτει με το DVB-T, καταβάλλοντας σε αυτήν ένα ποσό για κάθε έτος μέχρι την εισαγωγή του DVB-T2.
Η αποζημίωση της DIGEA είναι άλλωστε κάτι που προβλέπεται από την Ευρωπαϊκή οδηγία για τις Ηλεκτρονικές Επικοινωνίες. Η ΕΕΤΤ (Εθνική Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων) έχει υπολογίσει το ετήσιο ποσό της αποζημίωσης στο ύψος των 547.916 ευρώ, ενώ αξίζει να σημειωθεί ότι δε θα συνέτρεχε λόγος για την καταβολή της εφόσον χρησιμοποιούταν το DVB-T2, καθώς η διαθέσιμη χωρητικότητά της DIGEA δε θα είχε υποστεί μείωση. Μετά από όλα αυτά, μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα ότι η αξεπέραστη ικανότητά μας να αυτοσχεδιάζουμε, μας επιτρέπει και αυτή τη φορά να προχωρούμε σε πρωτοποριακές λύσεις που δεν εφαρμόζονται πουθενά αλλού, επιλέγοντας να ακολουθήσουμε τον ελληνικό, ασφαλή δρόμο του DVB-T!
Τι θα προσφέρει το DVB-T2;
Ποιο είναι στην πράξη το συνολικό όφελος που προκύπτει για την τηλεόραση και κατ’ επέκταση για τον Έλληνα τηλεθεατή από αυτή την ψηφιακή μετάβαση; Πόσο απολαυστική είναι τελικά η δύναμη των εικόνων που προσφέρει ο υπέροχος ψηφιακός κόσμος (του DVB-T), όπως ενημερώνει χαρακτηριστικά το τηλεοπτικό σποτ της DIGEA; Μήπως τελικά συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο;
Ας εξηγήσουμε με απλά λόγια γιατί είναι καλύτερο το σύγχρονο DVB-T2/HEVC σε σχέση με το υπάρχον αλλά ξεπερασμένο DVB-T. Γιατί με λιγότερες συχνότητες υπάρχει πρακτικά διαθέσιμο μεγαλύτερο εύρος ζώνης που επαρκεί για τη μετάδοση περισσότερων τηλεοπτικών καναλιών, αλλά και ταυτόχρονα με αναβαθμισμένη ποιότητα εικόνας High Definition. Αυτό μπορεί να γίνει εύκολα κατανοητό, αν αναλογιστεί κανείς ότι με το DVB-T μπορούν να μεταδίδονται σε μία συχνότητα (με δυσκολία) το πολύ 3 τηλεοπτικά κανάλια με εικόνα High Definition, ενώ με το DVB-T2/HEVC ο αριθμός αυτός αυξάνεται σε 10 και υπό κάποιες προϋποθέσεις σε 12. Η παρούσα κατάσταση με το DVB-T γίνεται μάλιστα ακόμα πιο δύσκολη, καθώς με την αποκοπή του φάσματος των 700MHz τα περιφερειακά κανάλια στριμώχνονται σε λιγότερες συχνότητες και άρα σε λιγότερο διαθέσιμο εύρος, γεγονός που αναγκαστικά προκαλεί ακόμα μεγαλύτερη υποβάθμιση στην ήδη κακή ποιότητα της εικόνας τους. Τα ίδια τα περιφερειακά κανάλια έχουν επανειλημμένα εκφράσει στη DIGEA τη δυσαρέσκειά τους για την αποκρουστική εικόνα με την οποία μεταδίδεται το σήμα τους, κάτι που θα μπορούσε να λυθεί οριστικά με τη χρήση του DVB-T2, ώστε να μεταδίδονται και αυτά με υψηλή ευκρίνεια για να μην πονάνε τα μάτια του τηλεθεατή που τα παρακολουθεί!
Δε χρειάζεται να επεκταθούμε περισσότερο για να καταλάβει και ο πλέον αδαής ότι το σύγχρονο DVB-T2/HEVC θα έλυνε οριστικά τόσο το πρόβλημα της χωρητικότητας, όσο και -κυρίως- αυτό της ποιότητας της εικόνας. Αντίθετα, η επιλογή της αποκλειστικής χρήσης του DVB-T χωρίς την -έστω- ταυτόχρονη λειτουργία του DVB-T2/HEVC που θα προετοίμαζε το έδαφος για την οριστική μετάβαση σε αυτό, είναι μια απόφαση που όσο κι αν είναι προφανείς οι λόγοι που πάρθηκε, θα έπρεπε να συνοδεύεται από θαρραλέες δημόσιες εξηγήσεις. Γιατί σε τελική ανάλυση, η ψηφιακή μετάβαση της χώρας στο DVB-T2/HEVC συνοψίζεται στη φράση «εμπρός – πίσω» (στο DVB-T).
Ολόκληρο το άρθρο το βρίσκεται εδώ
Η πορεία της χώρας προς το DVB-T2: Εμπρός – πίσω!
Λαμβάνοντας υπόψη μας όλες τις ενέργειες που έχουν γίνει μέχρι τώρα, προκύπτει εύλογα το εξής ερώτημα: Για ποια ψηφιακή μετάβαση μιλάμε στην πραγματικότητα, όταν παρατηρούμε ότι οι υπόλοιπες χώρες της Ευρώπης ακολουθούν άλλο δρόμο; Το δρόμο εκείνο δηλαδή που, ταυτόχρονα με την απόδοση του 2ου Ψηφιακού Μερίσματος, οδηγεί στην ολοκλήρωση της μετάβασης στο νέο πρότυπο επίγειας ψηφιακής εκπομπής, δηλαδή στο DVB-T2/HEVC. Συγκεκριμένα, έχοντας στόχο την ομαλή μετάβαση στο σύγχρονο DVB-T2/HEVC, η Αγγλία, το Βέλγιο, η Ιταλία, η Σουηδία, η Φινλανδία, η Σερβία, η Κροατία, η Πολωνία, η Ισπανία, η Τσεχία, η Ρουμανία, η Αρμενία, η Εσθονία, η Αλβανία, αλλά και άλλες ακόμα χώρες, έχουν ήδη σε παράλληλη λειτουργία το ξεπερασμένο πλέον DVB-T και το DVB-T2, ενώ η Γερμανία και η Αυστρία έχουν μεταβεί πλήρως στο DVB-T2/HEVC.
Είναι όμως προφανές ότι για την ελληνική κυβέρνηση ψηφιακή μετάβαση σημαίνει κάτι άλλο, καθώς το μοντέλο που αποφάσισε να εφαρμόσει περιλαμβάνει μόνο το στρίμωγμα των τηλεοπτικών καναλιών σε λιγότερες συχνότητες, χωρίς καμία προετοιμασία για το πέρασμα στο DVB-T2/HEVC. Κανονικά, η οριστική μετάβαση σε αυτό το σύγχρονο πρότυπο επίγειας ψηφιακής εκπομπής θα πρέπει να έχει ολοκληρωθεί το 2022, ώστε να πραγματοποιηθεί και η πλήρης μετάβαση των τηλεοπτικών καναλιών στο High Definition. Παρόλα αυτά, δεν υπάρχει καμία ενημέρωση των πολιτών, πλην του ότι μπορούν να απολαμβάνουν τόσο εύκολα και τόσο απλά το DVB-T, χωρίς μάλιστα αλλαγή στον εξοπλισμό τους! Έναν εξοπλισμό που η πιθανότητα αντικατάστασής του για λήψη DVB-T2 παρουσιάζεται για ευνόητους λόγους ως ένα μείζον κοινωνικό πρόβλημα, το οποίο όμως αντιμετωπίζεται με μεγάλη ευαισθησία!
Όμως, εκτός του ότι τέτοιον εξοπλισμό διαθέτουν ήδη οι περισσότεροι, το… υπέρογκο ποσό των 25 (!) ευρώ που απαιτείται για την πιθανή απόκτησή του θα μπορούσε να επιστραφεί στους ενδιαφερόμενους υπό μορφή επιδότησης, δεδομένου ότι το συνολικό κόστος αυτής της -εφάπαξ άλλωστε- κρατικής δαπάνης θα αποτελούσε ένα μικρό μόνο τμήμα των εσόδων από την κατάργηση της λεγόμενης “13ης σύνταξης” που ψήφισε και εφάρμοσε από πέρσι η κυβέρνηση. Η οποία επιπλέον, φρόντισε επιμελώς να μην υπάρχει κανένα σαφές χρονοδιάγραμμα, ώστε να μην υποχρεωθούν οι δύο πάροχοι δικτύου (ΕΡΤ και DIGEA) να προχωρήσουν στις απαραίτητες επενδύσεις της νέας τεχνολογίας, παραμένοντας έτσι στο ξεπερασμένο DVB-T.
Προφανώς βέβαια η DIGEA ήταν έτοιμη να ξεκινήσει τις επενδύσεις της το 2017, καθώς ζητούσε από την τότε κυβέρνηση να ενημερώσει τους πολίτες για την ανάγκη μετάβασης στο DVB-T2, τονίζοντας ότι είναι μονόδρομος για την μετάδοση του High Definition. Για να στηρίξει μάλιστα τη θέση της και να αποδείξει σε όλους πόσο δίκιο έχει, σημείωνε ότι η μετάβαση στην τεχνολογία του DVB-T2 αποτελεί πρακτική όλων των Ευρωπαϊκών χωρών, αλλά και προτροπή της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη βέλτιστη δυνατή αξιοποίηση του τηλεοπτικού φάσματος.
Όλα αυτά δεν τα λέγαμε εμείς, αλλά αποτελούσαν την επίσημη θέση της DIGEA το 2017, η οποία το 2020 ενημερώνει τους τηλεθεατές για το πλεονέκτημα που έχουν σήμερα να παρακολουθούν DVB-T με τον υπάρχοντα εξοπλισμό τους! Και δεν είναι μόνο αυτό, αλλά και επιπλέον, το ελληνικό δημόσιο καλείται τώρα να πληρώσει χρηματική αποζημίωση στη DIGEA για τον περιορισμό της υφιστάμενης πλέον χωρητικότητάς της που προκύπτει με το DVB-T, καταβάλλοντας σε αυτήν ένα ποσό για κάθε έτος μέχρι την εισαγωγή του DVB-T2.
Η αποζημίωση της DIGEA είναι άλλωστε κάτι που προβλέπεται από την Ευρωπαϊκή οδηγία για τις Ηλεκτρονικές Επικοινωνίες. Η ΕΕΤΤ (Εθνική Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων) έχει υπολογίσει το ετήσιο ποσό της αποζημίωσης στο ύψος των 547.916 ευρώ, ενώ αξίζει να σημειωθεί ότι δε θα συνέτρεχε λόγος για την καταβολή της εφόσον χρησιμοποιούταν το DVB-T2, καθώς η διαθέσιμη χωρητικότητά της DIGEA δε θα είχε υποστεί μείωση. Μετά από όλα αυτά, μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα ότι η αξεπέραστη ικανότητά μας να αυτοσχεδιάζουμε, μας επιτρέπει και αυτή τη φορά να προχωρούμε σε πρωτοποριακές λύσεις που δεν εφαρμόζονται πουθενά αλλού, επιλέγοντας να ακολουθήσουμε τον ελληνικό, ασφαλή δρόμο του DVB-T!
Τι θα προσφέρει το DVB-T2;
Ποιο είναι στην πράξη το συνολικό όφελος που προκύπτει για την τηλεόραση και κατ’ επέκταση για τον Έλληνα τηλεθεατή από αυτή την ψηφιακή μετάβαση; Πόσο απολαυστική είναι τελικά η δύναμη των εικόνων που προσφέρει ο υπέροχος ψηφιακός κόσμος (του DVB-T), όπως ενημερώνει χαρακτηριστικά το τηλεοπτικό σποτ της DIGEA; Μήπως τελικά συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο;
Ας εξηγήσουμε με απλά λόγια γιατί είναι καλύτερο το σύγχρονο DVB-T2/HEVC σε σχέση με το υπάρχον αλλά ξεπερασμένο DVB-T. Γιατί με λιγότερες συχνότητες υπάρχει πρακτικά διαθέσιμο μεγαλύτερο εύρος ζώνης που επαρκεί για τη μετάδοση περισσότερων τηλεοπτικών καναλιών, αλλά και ταυτόχρονα με αναβαθμισμένη ποιότητα εικόνας High Definition. Αυτό μπορεί να γίνει εύκολα κατανοητό, αν αναλογιστεί κανείς ότι με το DVB-T μπορούν να μεταδίδονται σε μία συχνότητα (με δυσκολία) το πολύ 3 τηλεοπτικά κανάλια με εικόνα High Definition, ενώ με το DVB-T2/HEVC ο αριθμός αυτός αυξάνεται σε 10 και υπό κάποιες προϋποθέσεις σε 12. Η παρούσα κατάσταση με το DVB-T γίνεται μάλιστα ακόμα πιο δύσκολη, καθώς με την αποκοπή του φάσματος των 700MHz τα περιφερειακά κανάλια στριμώχνονται σε λιγότερες συχνότητες και άρα σε λιγότερο διαθέσιμο εύρος, γεγονός που αναγκαστικά προκαλεί ακόμα μεγαλύτερη υποβάθμιση στην ήδη κακή ποιότητα της εικόνας τους. Τα ίδια τα περιφερειακά κανάλια έχουν επανειλημμένα εκφράσει στη DIGEA τη δυσαρέσκειά τους για την αποκρουστική εικόνα με την οποία μεταδίδεται το σήμα τους, κάτι που θα μπορούσε να λυθεί οριστικά με τη χρήση του DVB-T2, ώστε να μεταδίδονται και αυτά με υψηλή ευκρίνεια για να μην πονάνε τα μάτια του τηλεθεατή που τα παρακολουθεί!
Δε χρειάζεται να επεκταθούμε περισσότερο για να καταλάβει και ο πλέον αδαής ότι το σύγχρονο DVB-T2/HEVC θα έλυνε οριστικά τόσο το πρόβλημα της χωρητικότητας, όσο και -κυρίως- αυτό της ποιότητας της εικόνας. Αντίθετα, η επιλογή της αποκλειστικής χρήσης του DVB-T χωρίς την -έστω- ταυτόχρονη λειτουργία του DVB-T2/HEVC που θα προετοίμαζε το έδαφος για την οριστική μετάβαση σε αυτό, είναι μια απόφαση που όσο κι αν είναι προφανείς οι λόγοι που πάρθηκε, θα έπρεπε να συνοδεύεται από θαρραλέες δημόσιες εξηγήσεις. Γιατί σε τελική ανάλυση, η ψηφιακή μετάβαση της χώρας στο DVB-T2/HEVC συνοψίζεται στη φράση «εμπρός – πίσω» (στο DVB-T).
Ολόκληρο το άρθρο το βρίσκεται εδώ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.