Γράφει ο Αντώνης Γ. Καραμπάτζος, Καθηγητής Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ, Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω
Χάρη, κυρίως, στην πολύμηνη έρευνα, την επιμονή και την τόλμη μιας ομάδας δημοσιογράφων ήρθε στην επιφάνεια στη χώρα μας μία σοβαρότατη υπόθεση παρακολούθησης πολιτικών και δημοσιογράφων, μία υπόθεση που έχει ήδη σημαντικές πολιτικές και θεσμικές προεκτάσεις. Αναδείχθηκε, έτσι, η νευραλγική σημασία της συγκροτημένης και μεθοδικής ερευνητικής δημοσιογραφίας. Εν γένει, εξάλλου, η ελεύθερη δημοσιογραφία και ιδίως η σοβαρή ερευνητική δημοσιογραφία αποτελούν θεμέλιο λίθο για την ομαλή λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος και κρίσιμο ανάχωμα για την αποφυγή κατάχρησης εξουσίας από οποιαδήποτε πολιτειακή λειτουργία, την εκτελεστική, τη νομοθετική ή τη δικαστική.
Στο πλαίσιο αυτό, αγωγές από πρώην υψηλούς δημόσιους αξιωματούχους κατά των δημοσιογράφων και των μέσων που έφεραν στο φως, με στοιχειοθετημένη έρευνα, μία υπόθεση που άπτεται ευθέως του δημοσίου συμφέροντος θα πρέπει να αποφεύγονται. Και μάλιστα τη στιγμή που το όλο ζήτημα έχει λάβει ευρύτερες πολιτικές διαστάσεις και έχει οδηγηθεί, μεταξύ άλλων, σε παραίτηση και ο ίδιος ο γενικός γραμματέας του Πρωθυπουργού, αναλαμβάνοντας τη σχετική «αντικειμενική πολιτική ευθύνη» (για ποια ειδικότερη πτυχή, όμως, της όλης υπόθεσης μάλλον δεν είναι σαφές). Η περαιτέρω δε έρευνα βρίσκεται σε εξέλιξη τόσο σε δημοσιογραφικό επίπεδο (εντός και εκτός Ελλάδος) όσο και σε πολιτικό-κοινοβουλευτικό.Ασφαλώς, σε μία σύγχρονη δικαιοκρατούμενη πολιτεία κάθε πολίτης που θεωρεί ότι προσβάλλεται η προσωπικότητά του, ότι συκοφαντείται κοκ, έχει δικαίωμα προσφυγής στη δικαιοσύνη, προκειμένου η τελευταία να κρίνει αν αυτό όντως συμβαίνει. Ωστόσο, υπάρχει εδώ μία σημαντική γενική διάκριση που δεν θα πρέπει να παραβλέπεται: άλλο το να έχει κάποιος το δικαίωμα να πράξει κάτι και άλλο το αν είναι σωστό –ή σύμφωνο με τις ιδεολογικές του πεποιθήσεις (λ.χ. ως μέλος φιλελεύθερης κυβέρνησης)– να το πράξει. Η διάκριση αυτή ισχύει και στο πεδίο της πολιτικής, ίσως μάλιστα εκεί κατά μείζονα λόγο.
Εν προκειμένω, το ζήτημα αρχής εντοπίζεται στο γεγονός ότι εξ ορισμού τέτοιου είδους αγωγές, που ασκούνται από πολιτικά ή εν γένει δημόσια πρόσωπα κατά δημοσιογράφων (γνωστές διεθνώς ως “Strategic lawsuits against publicparticipation”, “SLAPP suits” – “στρατηγικές αγωγές προς αποθάρρυνση της δημόσιας συμμετοχής” ή “προσχηματικές αγωγές με στόχο το πάγωμα του λόγου”), είναι ικανές να αναπτύξουν μία επικίνδυνη για την ελευθερία του λόγου και την ελευθεροτυπία εκφοβιστική λειτουργία (“chilling/intimidating effect”), ιδίως δε να αποθαρρύνουν την περαιτέρω έρευνα ή κριτική επί ενός θέματος δημοσίου ενδιαφέροντος, κυρίως ενόψει των δικαστικών εξόδων και του γενικότερου κόπου που συνεπάγεται η νομική άμυνα των εκάστοτε εναγομένων. Γι’ αυτό και σε αρκετές έννομες τάξεις διεθνώς τέτοιες αγωγές αποδοκιμάζονται με διάφορους μηχανισμούς. Ειδικότερα, προκειμένου να προστατευθούν η ελευθερία του λόγου και η ελευθεροτυπία, κάποιες έννομες τάξεις έχουν θεσπίσει νομοθεσίες “anti-SLAPP”, οι οποίες συχνά δίνουν στους εναγόμενους δημοσιογράφους τη δυνατότητα να καταθέσουν στο δικαστήριο αίτημα για απευθείας απόρριψη της αγωγής, με την αιτιολογία ότι η ένδικη υπόθεση αφορά στην προστασία της ελεύθερης έκφρασης σε σχέση με ζήτημα δημοσίου ενδιαφέροντος· τότε, ο ενάγων φέρει το βάρος να αποδείξει την υψηλή πιθανότητα να κερδίσει την αγωγή και, αν δεν καταφέρει να ανταποκριθεί στο εν λόγω βάρος, η αγωγή απορρίπτεται ήδη στο αρχικό αυτό στάδιο της δίκης, ενώ μάλιστα ενδέχεται να επιβληθεί εις βάρος του ενάγοντος και κάποια χρηματική ποινή για την έγερση της αγωγής (εκτενώς σχετ. σε εμάς Χρ.Βρεττού, περιοδ. ΔΙΤΕ 2021, σ. 523 επ., https://www.syntagmawatch.gr/trending-issues/to-fainomeno-slapp-h-prwtovoulia-ths-eyrwpaikis-epitropis-gia-prostasia-ths-eleftherias-ths-ekfrashs/ και https://www.lawspot.gr/nomika-nea/proshimatikes-agoges-me-stoho-pagoma-toy-logoy-agoges-slapp). Βεβαίως, σε μερικές περιπτώσεις δεν θα είναι σαφές αν η εγερθείσα αγωγή έχει καταχρηστικό ή μη, κατά τα παραπάνω, χαρακτήρα – και αυτή είναι μία μομφή που συχνά προβάλλεται κατά των εν λόγω νομοθεσιών.
Ήδη από τον Νοέμβριο του 2020 το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, με σχετικό ψήφισμά του, αναγνώρισε τη σημασία των νομοθεσιών αυτών για την προστασία κυρίως των λειτουργών του τύπου και κάλεσε την Ευρωπαϊκή Επιτροπή «να εγκαθιδρύσει κάποιο ελάχιστο επίπεδο προστασίας έναντι των πρακτικών SLAPP, που θα καλύπτει ολόκληρη την ΕΕ». Στις 27.4.2022, η Επιτροπή παρουσίασε σχετική Πρόταση Οδηγίας, που αποσκοπεί ακριβώς στην απόρριψη τέτοιων καταχρηστικών-προσχηματικών αγωγών σε πρώιμο στάδιο της δίκης, έτσι ώστε να μην επέρχεται η ηθική και οικονομική εξουθένωση του εκάστοτε εναγόμενου. Συγχρόνως, η ΕΕ εξέδωσε Σύσταση, η οποία είναι συμπληρωματική προς την Πρόταση Οδηγίας και αμέσως εφαρμόσιμη από τα κράτη-μέλη, ενώ ήδη αναμένεται η έκδοση αντίστοιχης Σύστασης και από το Συμβούλιο της Ευρώπης.
Η προστασία έναντι των αγωγών SLAPP κινείται σε παρόμοιο πνεύμα με την πάγια νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) –αλλά και την ημεδαπή νομολογία–, σύμφωνα με την οποία οι δημόσιοι αξιωματούχοι και ιδίως τα πολιτικά πρόσωπα οφείλουν να ανέχονται ακόμη και την οξεία ή δριμεία κριτική από τους λειτουργούς του τύπου – πολλώ δε μάλλον τα πορίσματα μιας σοβαρής δημοσιογραφικής έρευνας. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι το ίδιο το ΕΔΔΑ στην πρόσφατη απόφασή του OOO Memo v. Russia (15.3.2022, final 15.6.2022), στο πλαίσιο αναφοράς στην ανωτέρω πάγια νομολογία του, έκανε για πρώτη φορά μνεία και στις αγωγές SLAPP. H δε αμερικανική νομολογία είναι ακόμη πιο αυστηρή προς τα δημόσια πρόσωπα, απαιτώντας, σε υποθέσεις δυσφήμησης, να αποδείξουν εκείνα ότι οι όποιοι δυσφημητικοί ισχυρισμοί δημοσιεύθηκαν από τον δημοσιογράφο με “πραγματικό δόλο”, ήτοι με γνώση της αναλήθειάς τους ή με απερίσκεπτη αδιαφορία για το κατά πόσον ήταν αληθείς ή ψευδείς (βλ. Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ “New York Times v. Sullivan”, 1964).
Συναφώς, ας μη ξεχνάμε, όπως είναι ήδη γνωστό από την εποχή των Pentagon Papers, που συγκλόνισαν την αμερικανική πολιτική ζωή, ότι εν γένει μία κυβέρνηση, ένας κρατικός μηχανισμός ή ένα δικαστήριο πολύ δύσκολα μπορεί να επιβάλει περιορισμούς στη δημοσιοποίηση πληροφοριών που άπτονται υποθέσεων γενικότερου, δημοσίου συμφέροντος.
Στην όλη υπόθεση των παρακολουθήσεων πρέπει να χυθεί άπλετο φως και καλό είναι να μην υπάρξουν άμεσα ή έμμεσα προσκόμματα στη διαδικασία αυτή. Είναι προς το συμφέρον της δημοκρατικής ομαλότητας στη χώρα και της αποκατάστασης της εμπιστοσύνης των Ελλήνων πολιτών στους θεσμούς και το κράτος δικαίου.
[Δημοσιεύτηκε στην εφημ. Το Βήμα της Κυριακής 21.8.2022]
Πηγή: https://www.antoniskarampatzos.com
Χάρη, κυρίως, στην πολύμηνη έρευνα, την επιμονή και την τόλμη μιας ομάδας δημοσιογράφων ήρθε στην επιφάνεια στη χώρα μας μία σοβαρότατη υπόθεση παρακολούθησης πολιτικών και δημοσιογράφων, μία υπόθεση που έχει ήδη σημαντικές πολιτικές και θεσμικές προεκτάσεις. Αναδείχθηκε, έτσι, η νευραλγική σημασία της συγκροτημένης και μεθοδικής ερευνητικής δημοσιογραφίας. Εν γένει, εξάλλου, η ελεύθερη δημοσιογραφία και ιδίως η σοβαρή ερευνητική δημοσιογραφία αποτελούν θεμέλιο λίθο για την ομαλή λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος και κρίσιμο ανάχωμα για την αποφυγή κατάχρησης εξουσίας από οποιαδήποτε πολιτειακή λειτουργία, την εκτελεστική, τη νομοθετική ή τη δικαστική.
Στο πλαίσιο αυτό, αγωγές από πρώην υψηλούς δημόσιους αξιωματούχους κατά των δημοσιογράφων και των μέσων που έφεραν στο φως, με στοιχειοθετημένη έρευνα, μία υπόθεση που άπτεται ευθέως του δημοσίου συμφέροντος θα πρέπει να αποφεύγονται. Και μάλιστα τη στιγμή που το όλο ζήτημα έχει λάβει ευρύτερες πολιτικές διαστάσεις και έχει οδηγηθεί, μεταξύ άλλων, σε παραίτηση και ο ίδιος ο γενικός γραμματέας του Πρωθυπουργού, αναλαμβάνοντας τη σχετική «αντικειμενική πολιτική ευθύνη» (για ποια ειδικότερη πτυχή, όμως, της όλης υπόθεσης μάλλον δεν είναι σαφές). Η περαιτέρω δε έρευνα βρίσκεται σε εξέλιξη τόσο σε δημοσιογραφικό επίπεδο (εντός και εκτός Ελλάδος) όσο και σε πολιτικό-κοινοβουλευτικό.Ασφαλώς, σε μία σύγχρονη δικαιοκρατούμενη πολιτεία κάθε πολίτης που θεωρεί ότι προσβάλλεται η προσωπικότητά του, ότι συκοφαντείται κοκ, έχει δικαίωμα προσφυγής στη δικαιοσύνη, προκειμένου η τελευταία να κρίνει αν αυτό όντως συμβαίνει. Ωστόσο, υπάρχει εδώ μία σημαντική γενική διάκριση που δεν θα πρέπει να παραβλέπεται: άλλο το να έχει κάποιος το δικαίωμα να πράξει κάτι και άλλο το αν είναι σωστό –ή σύμφωνο με τις ιδεολογικές του πεποιθήσεις (λ.χ. ως μέλος φιλελεύθερης κυβέρνησης)– να το πράξει. Η διάκριση αυτή ισχύει και στο πεδίο της πολιτικής, ίσως μάλιστα εκεί κατά μείζονα λόγο.
Εν προκειμένω, το ζήτημα αρχής εντοπίζεται στο γεγονός ότι εξ ορισμού τέτοιου είδους αγωγές, που ασκούνται από πολιτικά ή εν γένει δημόσια πρόσωπα κατά δημοσιογράφων (γνωστές διεθνώς ως “Strategic lawsuits against publicparticipation”, “SLAPP suits” – “στρατηγικές αγωγές προς αποθάρρυνση της δημόσιας συμμετοχής” ή “προσχηματικές αγωγές με στόχο το πάγωμα του λόγου”), είναι ικανές να αναπτύξουν μία επικίνδυνη για την ελευθερία του λόγου και την ελευθεροτυπία εκφοβιστική λειτουργία (“chilling/intimidating effect”), ιδίως δε να αποθαρρύνουν την περαιτέρω έρευνα ή κριτική επί ενός θέματος δημοσίου ενδιαφέροντος, κυρίως ενόψει των δικαστικών εξόδων και του γενικότερου κόπου που συνεπάγεται η νομική άμυνα των εκάστοτε εναγομένων. Γι’ αυτό και σε αρκετές έννομες τάξεις διεθνώς τέτοιες αγωγές αποδοκιμάζονται με διάφορους μηχανισμούς. Ειδικότερα, προκειμένου να προστατευθούν η ελευθερία του λόγου και η ελευθεροτυπία, κάποιες έννομες τάξεις έχουν θεσπίσει νομοθεσίες “anti-SLAPP”, οι οποίες συχνά δίνουν στους εναγόμενους δημοσιογράφους τη δυνατότητα να καταθέσουν στο δικαστήριο αίτημα για απευθείας απόρριψη της αγωγής, με την αιτιολογία ότι η ένδικη υπόθεση αφορά στην προστασία της ελεύθερης έκφρασης σε σχέση με ζήτημα δημοσίου ενδιαφέροντος· τότε, ο ενάγων φέρει το βάρος να αποδείξει την υψηλή πιθανότητα να κερδίσει την αγωγή και, αν δεν καταφέρει να ανταποκριθεί στο εν λόγω βάρος, η αγωγή απορρίπτεται ήδη στο αρχικό αυτό στάδιο της δίκης, ενώ μάλιστα ενδέχεται να επιβληθεί εις βάρος του ενάγοντος και κάποια χρηματική ποινή για την έγερση της αγωγής (εκτενώς σχετ. σε εμάς Χρ.Βρεττού, περιοδ. ΔΙΤΕ 2021, σ. 523 επ., https://www.syntagmawatch.gr/trending-issues/to-fainomeno-slapp-h-prwtovoulia-ths-eyrwpaikis-epitropis-gia-prostasia-ths-eleftherias-ths-ekfrashs/ και https://www.lawspot.gr/nomika-nea/proshimatikes-agoges-me-stoho-pagoma-toy-logoy-agoges-slapp). Βεβαίως, σε μερικές περιπτώσεις δεν θα είναι σαφές αν η εγερθείσα αγωγή έχει καταχρηστικό ή μη, κατά τα παραπάνω, χαρακτήρα – και αυτή είναι μία μομφή που συχνά προβάλλεται κατά των εν λόγω νομοθεσιών.
Ήδη από τον Νοέμβριο του 2020 το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, με σχετικό ψήφισμά του, αναγνώρισε τη σημασία των νομοθεσιών αυτών για την προστασία κυρίως των λειτουργών του τύπου και κάλεσε την Ευρωπαϊκή Επιτροπή «να εγκαθιδρύσει κάποιο ελάχιστο επίπεδο προστασίας έναντι των πρακτικών SLAPP, που θα καλύπτει ολόκληρη την ΕΕ». Στις 27.4.2022, η Επιτροπή παρουσίασε σχετική Πρόταση Οδηγίας, που αποσκοπεί ακριβώς στην απόρριψη τέτοιων καταχρηστικών-προσχηματικών αγωγών σε πρώιμο στάδιο της δίκης, έτσι ώστε να μην επέρχεται η ηθική και οικονομική εξουθένωση του εκάστοτε εναγόμενου. Συγχρόνως, η ΕΕ εξέδωσε Σύσταση, η οποία είναι συμπληρωματική προς την Πρόταση Οδηγίας και αμέσως εφαρμόσιμη από τα κράτη-μέλη, ενώ ήδη αναμένεται η έκδοση αντίστοιχης Σύστασης και από το Συμβούλιο της Ευρώπης.
Η προστασία έναντι των αγωγών SLAPP κινείται σε παρόμοιο πνεύμα με την πάγια νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) –αλλά και την ημεδαπή νομολογία–, σύμφωνα με την οποία οι δημόσιοι αξιωματούχοι και ιδίως τα πολιτικά πρόσωπα οφείλουν να ανέχονται ακόμη και την οξεία ή δριμεία κριτική από τους λειτουργούς του τύπου – πολλώ δε μάλλον τα πορίσματα μιας σοβαρής δημοσιογραφικής έρευνας. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι το ίδιο το ΕΔΔΑ στην πρόσφατη απόφασή του OOO Memo v. Russia (15.3.2022, final 15.6.2022), στο πλαίσιο αναφοράς στην ανωτέρω πάγια νομολογία του, έκανε για πρώτη φορά μνεία και στις αγωγές SLAPP. H δε αμερικανική νομολογία είναι ακόμη πιο αυστηρή προς τα δημόσια πρόσωπα, απαιτώντας, σε υποθέσεις δυσφήμησης, να αποδείξουν εκείνα ότι οι όποιοι δυσφημητικοί ισχυρισμοί δημοσιεύθηκαν από τον δημοσιογράφο με “πραγματικό δόλο”, ήτοι με γνώση της αναλήθειάς τους ή με απερίσκεπτη αδιαφορία για το κατά πόσον ήταν αληθείς ή ψευδείς (βλ. Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ “New York Times v. Sullivan”, 1964).
Συναφώς, ας μη ξεχνάμε, όπως είναι ήδη γνωστό από την εποχή των Pentagon Papers, που συγκλόνισαν την αμερικανική πολιτική ζωή, ότι εν γένει μία κυβέρνηση, ένας κρατικός μηχανισμός ή ένα δικαστήριο πολύ δύσκολα μπορεί να επιβάλει περιορισμούς στη δημοσιοποίηση πληροφοριών που άπτονται υποθέσεων γενικότερου, δημοσίου συμφέροντος.
Στην όλη υπόθεση των παρακολουθήσεων πρέπει να χυθεί άπλετο φως και καλό είναι να μην υπάρξουν άμεσα ή έμμεσα προσκόμματα στη διαδικασία αυτή. Είναι προς το συμφέρον της δημοκρατικής ομαλότητας στη χώρα και της αποκατάστασης της εμπιστοσύνης των Ελλήνων πολιτών στους θεσμούς και το κράτος δικαίου.
[Δημοσιεύτηκε στην εφημ. Το Βήμα της Κυριακής 21.8.2022]
Πηγή: https://www.antoniskarampatzos.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.