Το Εργατικό Τμήμα του Αρείου Πάγου, ανατρέποντας εφετειακή απόφαση,
δικαίωσε οδηγό αγροτικής συνεταιριστικής οργάνωσης, ο οποίος απολύθηκε
μετά το κλείσιμό της, χωρίς όμως να του καταβληθεί η νόμιμη αποζημίωση,
καθώς η συνεταιριστική οργάνωση επικαλέστηκε...
λόγους ανωτέρας βίας.
Ειδικότερα, οι αρεοπαγίτες υπογραμμίζουν στην υπ' αριθμ. 172/2013 απόφασή τους ότι «ανώτερη βία δεν συντρέχει στην περίπτωση που τα επικαλούμενα από τον εργοδότη περιστατικά ανάγονται στον κύκλο της επιχειρηματικής του δραστηριότητας και στη σφαίρα κινδύνου αυτού, αφού αυτά θα μπορούσαν εκ των προτέρων να ληφθούν υπόψη ως ενδεχόμενα κατά την κοινή πείρα και συνεπώς να αντιμετωπιστούν».
Ούτε όμως, συνεχίζουν οι δικαστές, «συνιστά ανώτερη βία, χωρίς την συνδρομή άλλης περιστάσεως, η κακή πορεία της οικονομικής καταστάσεως της επιχειρήσεως και ειδικότερα η δυσαναλογία μεταξύ των εξόδων αυτής, μεταξύ των οποίων και οι αποδοχές των εργαζομένων, και των από την επιχειρηματική δραστηριότητα εσόδων, αφού είναι γεγονός προβλέψιμο διά καταβολής της συνήθους επιμελείας, κείμενον εντός του συνήθους επιχειρηματικού κινδύνου».
Επομένως, -σύμφωνα με την εφετειακή απόφαση- «δεν θα μπορούσε να συνεχίσει να υφίσταται και να δραστηριοποιείται από λόγους ανώτερης βίας, η δε οριστική λύση της δεν μπορούσε να αποτραπεί ακόμη και με μέτρα άκρας επιμέλειας και σύνεσης, εκ μέρους της». Και κατέληξε το Εφετείο ότι η συνεταιριστική οργάνωση δεν υποχρεούται να καταβάλει στον οδηγό τη νόμιμη αποζημίωση λόγω απολύσεως.
Ο Άρειος Πάγος, όπου οδηγήθηκε τελικά η υπόθεση, αποφάνθηκε ότι το Εφετείο έσφαλε στην κρίση του, καθώς δεν συντρέχει ανώτερη βία, αφού από τα πραγματικά περιστατικά της επίμαχης υπόθεσης θα «μπορούσαν εκ των προτέρων να ληφθούν υπόψη ως ενδεχόμενα κατά την κοινή πείρα και συνεπώς να αντιμετωπιστούν με άλλες ενέργειες, όπως εξεύρεση άλλων πελατών, αλλαγή της επιχειρηματικής δραστηριότητας κ.λπ. ενόψει μάλιστα του γεγονότος» ότι οι συμβάσεις που καταρτίζονταν με τη γαλακτοκομική εταιρεία «ήταν ετήσιας διάρκειας και ανανεώνονταν μετά από αίτηση της συνεταιριστικής οργάνωσης ως εκ τούτου, κατά την κοινή πείρα, μετά τη λήξη εκάστης σύμβασης ήταν προβλέψιμη η τυχόν μη ανανέωση αυτής».
Κατόπιν αυτών, οι αρεοπαγίτες αναβίωσαν ουσιαστικά την πρωτόδικη απόφαση με αποτέλεσμα ο οδηγός να λάβει την αποζημίωση των 32.495 ευρώ...
Το Εφετείο, όμως, (έπειτα από έφεση που άσκησε η συνεταιριστική οργάνωση) είχε αντίθετη άποψη και αναίρεσε την πρωτόδικη απόφαση, κρίνοντας ότι η οριστική και μόνιμη διακοπή της λειτουργίας της αγροτικής συνεταιριστικής οργάνωσης «έλαβε χώρα υπό απρόβλεπτες συνθήκες και περιστάσεις, ανεξάρτητες από τη βούλησή της, των οποίων οι συνέπειες δεν θα μπορούσαν να ανατραπούν, τη δεδομένη χρονική στιγμή, όση επιμέλεια και αν καταβαλλόταν και όποια μέτρα και αν λαμβάνονταν».
Ο οδηγός είχει δικαιωθεί στο Πρωτοδικείο, το οποίο και του επιδίκασε το ποσό των 32.495 ευρώ ως αποζημίωση απολύσεως.
λόγους ανωτέρας βίας.
Ειδικότερα, οι αρεοπαγίτες υπογραμμίζουν στην υπ' αριθμ. 172/2013 απόφασή τους ότι «ανώτερη βία δεν συντρέχει στην περίπτωση που τα επικαλούμενα από τον εργοδότη περιστατικά ανάγονται στον κύκλο της επιχειρηματικής του δραστηριότητας και στη σφαίρα κινδύνου αυτού, αφού αυτά θα μπορούσαν εκ των προτέρων να ληφθούν υπόψη ως ενδεχόμενα κατά την κοινή πείρα και συνεπώς να αντιμετωπιστούν».
Ούτε όμως, συνεχίζουν οι δικαστές, «συνιστά ανώτερη βία, χωρίς την συνδρομή άλλης περιστάσεως, η κακή πορεία της οικονομικής καταστάσεως της επιχειρήσεως και ειδικότερα η δυσαναλογία μεταξύ των εξόδων αυτής, μεταξύ των οποίων και οι αποδοχές των εργαζομένων, και των από την επιχειρηματική δραστηριότητα εσόδων, αφού είναι γεγονός προβλέψιμο διά καταβολής της συνήθους επιμελείας, κείμενον εντός του συνήθους επιχειρηματικού κινδύνου».
Επομένως, -σύμφωνα με την εφετειακή απόφαση- «δεν θα μπορούσε να συνεχίσει να υφίσταται και να δραστηριοποιείται από λόγους ανώτερης βίας, η δε οριστική λύση της δεν μπορούσε να αποτραπεί ακόμη και με μέτρα άκρας επιμέλειας και σύνεσης, εκ μέρους της». Και κατέληξε το Εφετείο ότι η συνεταιριστική οργάνωση δεν υποχρεούται να καταβάλει στον οδηγό τη νόμιμη αποζημίωση λόγω απολύσεως.
Ο Άρειος Πάγος, όπου οδηγήθηκε τελικά η υπόθεση, αποφάνθηκε ότι το Εφετείο έσφαλε στην κρίση του, καθώς δεν συντρέχει ανώτερη βία, αφού από τα πραγματικά περιστατικά της επίμαχης υπόθεσης θα «μπορούσαν εκ των προτέρων να ληφθούν υπόψη ως ενδεχόμενα κατά την κοινή πείρα και συνεπώς να αντιμετωπιστούν με άλλες ενέργειες, όπως εξεύρεση άλλων πελατών, αλλαγή της επιχειρηματικής δραστηριότητας κ.λπ. ενόψει μάλιστα του γεγονότος» ότι οι συμβάσεις που καταρτίζονταν με τη γαλακτοκομική εταιρεία «ήταν ετήσιας διάρκειας και ανανεώνονταν μετά από αίτηση της συνεταιριστικής οργάνωσης ως εκ τούτου, κατά την κοινή πείρα, μετά τη λήξη εκάστης σύμβασης ήταν προβλέψιμη η τυχόν μη ανανέωση αυτής».
Κατόπιν αυτών, οι αρεοπαγίτες αναβίωσαν ουσιαστικά την πρωτόδικη απόφαση με αποτέλεσμα ο οδηγός να λάβει την αποζημίωση των 32.495 ευρώ...
Το Εφετείο, όμως, (έπειτα από έφεση που άσκησε η συνεταιριστική οργάνωση) είχε αντίθετη άποψη και αναίρεσε την πρωτόδικη απόφαση, κρίνοντας ότι η οριστική και μόνιμη διακοπή της λειτουργίας της αγροτικής συνεταιριστικής οργάνωσης «έλαβε χώρα υπό απρόβλεπτες συνθήκες και περιστάσεις, ανεξάρτητες από τη βούλησή της, των οποίων οι συνέπειες δεν θα μπορούσαν να ανατραπούν, τη δεδομένη χρονική στιγμή, όση επιμέλεια και αν καταβαλλόταν και όποια μέτρα και αν λαμβάνονταν».
Ο οδηγός είχει δικαιωθεί στο Πρωτοδικείο, το οποίο και του επιδίκασε το ποσό των 32.495 ευρώ ως αποζημίωση απολύσεως.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.