Δύσκολα θα περίμενε κάποιος ότι τα σημαντικά συμπεράσματα της έρευνας για την αστυνομική Βία και τα ανθρώπινα δικαιώματα που παρουσιάστηκε την περασμένη Τετάρτη από την Ελληνική Ένωση για τα Δικαιώματα του ανθρώπου, θα επιβεβαίωνε με τον πιο τραγικό τρόπο τα σημαντικά ευρήματά της. Την επόμενη ημέρα, Πέμπτη 26 Σεπτεμβρίου, έγινε γνωστός ο θάνατος του 37χρονου μετανάστη Μουχαμάντ Καμνράν Ασίκ, μέσα στο αστυνομικό τμήμα Αγίου Παντελεήμονα στις 21 Σεπτεμβρίου και ώρα 7.30 το πρωί. Οι συγγενείς παρέλαβαν ένα νεκρό σώμα πολλαπλώς κακοποιημένο με εμφανή σημάδια βασανισμού από το πρόσωπο έως τις πατούσες. Η αστυνομία με το γνωστό τρόπο της συγκάλυψης των υπαλλήλων της ισχυρίστηκε ότι δεν μιλούσε ελληνικά και ήταν άστεγος. Και τα δυο επιχειρήματα της καταρρίπτονται από τα γεγονότα.
Η ψευδής παράθεση στοιχείων, τα ολοφάνερα ψέμματα που περιλαμβάνονται σε δελτία τύπου της ΕΛΑΣ και αναπαράγονται άκριτα από πολλά μέσα ενημέρωσης, είναι πάγια τακτική της αστυνομίας. Στην Επισκόπηση της “αστυνομικής αυθαιρεσίας” που παρουσιάστηκε υπάρχει ολόκληρο κεφάλαιο για την παραπλάνηση και τα fake news της αστυνομίας.
“Κι όμως, όσα περιστατικά αστυνομικής βίας και αυθαιρεσίας κι αν έχουν δει το φως της δημοσιότητας τα τελευταία χρόνια, στα μάτια της ΕΛΑΣ και της πολιτικής της ηγεσίας, τα περιστατικά αυτά ήταν και παραμένουν “μεμονωμένα”. Αν δε τα περιστατικά αυτά δεν υποστηρίζονταν από αδιάσειστο αποδεικτικό (οπτικοακουστικό) υλικό, τότε ήταν, είτε “δικαιολογημένη και αναλογική χρήση βίας”, είτε μη γενόμενα, ανυπόστατα και ψευδείς ειδήσεις. Παρά ταύτα, η ελληνική κοινωνία δεν έχει σταματήσει να μετράει περιστατικά ξυλοδαρμών και εξευτελισμού πολιτών σε πλατείες και διαδηλώσεις, κακοποιήσεων και βασανιστηρίων πολιτών ή και αλλοδαπών σε ΑΤ, ακόμη και ανθρωποκτονιών νεαρών και ανηλίκων σε “ύποπτες” γειτονιές του κέντρου των Αθηνών ή κατά τη διάρκεια αστυνομικών επιχειρήσεων και καταδιώξεων”.
Ακριβώς δηλαδή αυτά που ισχυρίζεται για το θάνατο του 37χρονου μετανάστη η αστυνομία. Στο κεφάλαιο για τις “περίπλοκες σχέσεις της ΕΛΑΣ με την αλήθεια και το ψέμα” η έκθεση αποτυπώνει την πάγια τακτική της ηγεσίας της.
Αναρτούμε εκτενή αποσπάσματα
ΜΜΕ: βία στους δρόμους, χαμόγελα στα πλατό
Οι αμφίθυμες σχέσεις της αστυνομίας με τα ΜΜΕ και τους δημοσιογράφους, τουλάχιστον σε μια πρώτη ανάγνωση, δεν είναι ιδιαίτερα δύσκολο να εξηγηθούν: εκεί που οι δημοσιογράφοι προσπαθούν να ελέγξουν την αστυνομική δράση, η αστυνομία γίνεται επιθετική· εκεί που δεν αμφισβητείται η δράση της, και αντίθετα, της δίνεται ο χώρος να προπαγανδίσει τις θέσεις της, η αστυνομία παρουσιάζει την πιο φιλική της πλευρά, κατά την οποία όλα τα κακώς κείμενα που της καταλογίζονται είναι “καταδικαστέα” μεν, “μεμονωμένα περιστατικά” δε.
Το σκληρό πρόσωπο της ΕΛΑΣ απέναντι στους δημοσιογράφους της πρώτης κατηγορίας δεν είναι δύσκολο να αποδειχθεί. Τα περιστατικά συλλήψεων, ξυλοδαρμού ή και χρήσης κατασταλτικών μέσων κατά δημοσιογράφων εν ώρα εργασίας, ειδικά κατά την κάλυψη διαδηλώσεων, είναι σχεδόν πάγια πρακτική.
Σε προηγούμενα κεφάλαια είδαμε τις υποθέσεις του δημοσιογράφου Μανώλη Κυπραίου και του φωτορεπόρτερ Μάριου Λώλου που ήταν εμβληματικές ως προς την αστυνομική βία κατά δημοσιογράφων. Τέτοια περιστατικά καθόλου δεν έχουν εκλείψει έκτοτε- το αντίθετο, μάλιστα, θα έλεγε κανείς ότι καταμαρτυρούν οι δεκάδες, αν όχι εκατοντάδες, πλέον, καταδικαστικές ανακοινώσεις των δημοσιογραφικών ενώσεων που επαναλαμβάνονται σχεδόν μονότονα.
Εντελώς ενδεικτικά σταχυολογούμε την απρόκλητη προσαγωγή και κράτηση του Δημήτρη Μαβίδη του Ριζοσπάστη τον Απρίλιο του 2022,112 τη σύλληψη του βραβευμένου φωτογράφου Νίκου Πηλού τον Νοέμβριο του 2022,113 την πρόκληση βλάβης από χειροβομβίδα κρότου λάμψης με αποτέλεσμα την απώλεια ακοής σε ποσοστό 55% του δημοσιογράφου Νίκου Χριστοφάκη τον Μάρτιο του 2023, την επίθεση με γκλομπ εναντίον του δημοσιογράφου Γιώργου Φακή τον Σεπτέμβριο του 2023 και τον τραυματισμό του δημοσιογράφου Σπύρου Χαλικιά από επίθεση των ΜΑΤ το Μάρτιο του 2024, κάνοντας λόγο μόνο για ελάχιστα από τα περιστατικά που έχουν δει το φως της δημοσιότητας από το 2022 και έπειτα.Η ύπαρξη εχθρικού περιβάλλοντος κατά των δημοσιογράφων στην Ελλάδα διαπιστώνεται ακόμη και σε ψηφίσματα του Ευρωκοινοβουλίου, ενώ η βία της αστυνομίας κατά δημοσιογράφων στην Ελλάδα καταγράφεται σε σειρά βαρομέτρων αξιόπιστων διεθνών οργανισμών. Ενδεικτικά είναι τα όσα σημειώνουν οι Δημοσιογράφοι Χωρίς Σύνορα (RSF) οι οποίοι, σε σχέση με την ασφάλεια των δημοσιογράφων στη χώρα μας, διαπιστώνουν ότι “η αστυνομία καταφεύγει συστηματικά στη βία καθώς και σε αυθαίρετες απαγορεύσεις για να εμποδίσει τη δημοσιογραφική κάλυψη των διαδηλώσεων και της προσφυγικής κρίσης στα ελληνικά νησιά”,αλλά και τα όσα αναφέρει ο Economist Intelligence στην Έκθεση του Δείκτη Δημοκρατίας 2023, ο οποίος, αναφέρει ότι οι δημοσιογράφοι στη χώρα μας “δέχο- νται παρενοχλήσεις, απειλές και βία από την αστυνομία αλλά και μη κρατικούς φορείς”.
Με αυτά τα δεδομένα, ήταν μάλλον εύλογη η καχυποψία των δημοσιογράφων και των φωτορεπόρτερ, όταν στο Εθνικό Σχέδιο Διαχείρισης των Δημόσιων Υπαίθριων Συναθροίσεων του 2021, ενσωματώθηκε πρόβλεψη για την οριοθέτηση συγκεκριμένου χώρου για τους δημοσιογράφους στον οποίο μπορούν να καταφύγουν για να είναι ασφαλείς, κατά τη διάρκεια των επεισοδίων(πράγμα που, εξ όσων γνωρίζουμε, δεν έχει εφαρμοστεί, τουλάχιστον όχι ολοκληρωμένα).
Λαμβάνοντας κανείς υπόψη την προτέρα (και κατοπινή) εμπειρία των δημοσιογράφων με τους αστυνομικούς και διαβάζοντας την πρόβλεψη αντίστροφα, εύκολα μπορεί να αντιληφθεί ότι, αν οι δημοσιογράφοι δεν παραμένουν στον οριοθετημένο από την ΕΛΑΣ χώρο (στον οποίο, κατά πάσα πιθανότητα, δε θα μπορούν να κάνουν αποτελεσματικά τη δουλειά τους), κινδυνεύουν. Ο κίνδυνος, όμως, όπως είδαμε και παραπάνω, πηγάζει μάλλον κατά βάση από τους ίδιους τους αστυνομικούς. Σε κάθε περίπτωση, όπως έχει αναδειχθεί από τη νομολογία του ΕΔΔΑ και από τα πρότυπα που εφαρμόζονται σε άλλες χώρες, είναι υποχρέωση της αστυνομίας να παρέχει στους δημοσιογράφους προστασία για να κάνουν απερίσπαστοι της δουλειά τους και όχι υποχρέωση των δημοσιογράφων να αναζητήσουν προστασία από την αστυνομία εις βάρος του δικού τους λειτουργήματος.
Όπως, όμως, σημειώσαμε και παραπάνω, το εχθρικό περιβάλλον, οι παρενοχλήσεις, οι απειλές και η βία δεν σημειώνονται εναντίον όλων των δημοσιογράφων και των ΜΜΕ. Αντιθέτως, εκπρόσωποι της αστυνομίας και αστυνομικοί συνδικαλιστές κάνουν συχνά εμφανίσεις σε φιλοκυβερνητικά κανάλια και τηλεοπτικές εκπομπές, προκειμένου να ενημερώσουν τους πολίτες για τη θέση της αστυνομίας σε υποθέσεις δημοσίου ενδιαφέροντος ή για να εκφράσουν τον αντίλογο στις ελάχιστες καταγγελίες που γίνονται για περιστατικά αυθαιρεσίας ή αναποτελεσματικότητας της αστυνομίας και παίρνουν δημοσιότητα. Βέβαια, στα εν λόγω τηλεοπτικά πάνελ συχνά λείπει από τον διάλογο η πλευρά των θιγόμενων ή των θυμάτων αυθαιρεσίας, με την κριτική που γίνεται στην αστυνομία να εξαντλείται στις ήπιες ερωτήσεις των οικοδεσποτών που σημειώνουν την ανησυχία τους για τα υπό εξέταση περιστατικά και, συνήθως, αρκούνται στις διαβεβαιώσεις των εκπροσώπων της αστυνομίας περί μη ύπαρξης συστημικού προβλήματος στη δράση της ΕΛΑΣ, παρά μόνο “μεμονωμένα περιστατικά” για τα οποία θα υπάρξει πλήρης διαλεύκανση.
Ταυτόχρονα, μάλλον δεν αποτελεί σύμπτωση ότι τα ΜΜΕ και οι δημοσιογράφοι με τους οποίους η ΕΛΑΣ συνδιαλλέγεται και διατηρεί άριστες σχέσεις είναι οι ίδιοι που αναπαράουν, χωρίς καμία διασταύρωση, τις διαρροές, τα δελτία τύπου και τις θέσεις της ΕΛΑΣ, ως αληθή και θέσφατα.
Οι σχέσεις της ΕΛΑΣ με την αλήθεια και το ψέμα ήταν ανέκαθεν ιδιαίτερες, αλλά, τα τελευταία χρόνια, είναι πιθανό να έχουν σημειωθεί ορισμένες ποιοτικές αλλαγές. Ας ξεκινήσουμε από το γεγονός ότι το Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη, στο οποίο υπάγεται η ΕΛΑΣ, όχι μόνο -ως αναμενόταν, σε ένα βαθμό- υπερασπίζεται την αστυνομική δράση αλλά, πλέον, παίρνει θέση σχετικά με το ποια είναι η “πραγματική αλήθεια”, μέσω ανακοινώσεων-θέσεων με… ιδιαίτερους, αν μη τι άλλο, τίτλους όπως “42 αλήθειες για την Αστυνομική αυθαιρεσία και υπέρμετρη βία”123 ή “Μόνο 26 σταχυολογημένα ψέματα, ανακρίβειες, fakenews, μισές αλήθειες και συκοφαντίες από τα άφθονα Δελτία Τύπου του ΣΥΡΙΖΑ για την αστυνομική βία, που αναφέρθηκαν και στη συζήτηση στη Βουλή για την αστυνομική βία”.Το περιεχόμενο των εν λόγω δελτίων τύπου είναι εξίσου ιδιαίτερο με τους τίτλους που επιλέχθηκαν, ενώ το ύφος των κειμένων παραπέμπει περισσότερο σε έναν οπαδικό ή κομματικό λόγο, παρά στη θεσμική εκφορά που θα ανέμενε κανείς από τις ανακοινώσεις ενός Υπουργείου. Σε κάθε περίπτωση, ακόμη και στον πλέον ανυποψίαστο πολίτη, η ανάγκη του αρμόδιου Υπουργείου να υπερασπιστεί με τέτοιο τρόπο τις “αλήθειες” και τα “ψέματα” γύρω από τη δράση ενός εκ των κομβικότερων μηχανισμών του κράτους, δημιουργεί τουλάχιστον ερωτήματα. Παρακάτω θα εξετάσουμε εν είδει υποθέσεων εργασίας ορισμένες από τις θέσεις που έχουν διατυπωθεί επίσημα τα τελευταία χρόνια από την ΕΛΑΣ και την πολιτική της ηγεσία. Πριν ξεκινήσουμε, σπεύδουμε να διευκρινίσουμε ότι οι παρακάτω υποθέσεις εργασίας είναι μονάχα ορισμένα παραδείγματα από το πρόσφατο παρελθόν. Τα ψέματα, οι ανακρίβειες και οι μισές αλήθειες που έχουν κατά καιρούς διατυπώθεί από την ΕΛΑΣ, την πολιτική της ηγεσία και τα στελέχη της πάνε πολύ πίσω στο χρόνο και το υλικό που διατίθεται προς τεκμηρίωση είναι σχεδόν απεριόριστο.
4+2 μισές αλήθειες
Ξεκινώντας από τα προαναφερθέντα δελτία τύπου του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη που διατυπώνουν τις “αλήθειες” και τα “ψέματα” σχετικά με τη δράση της ΕΛΑΣ, οφείλει κανείς να παρατηρήσει πως πρόκειται για βολικές διατυπώσεις σε βολικά διατυπωμένα ερωτήματα της σχετικής συζήτησης. Ακόμη και ο αριθμός από τις “αλήθειες” του Υπουργείου δεν είναι ακριβής. Από τις “42 αλήθειες” του Υπουργείου, οι 8 αφορούν ακριβώς το ίδιο θέμα, την περίφημη “Επιτροπή Αλιβιζάτου”. Στο εν λόγω δελτίο τύπου λοιπόν, το Υπουργείο αφιερώνει 8 “αλήθειες” που ενημερώνουν το κοινό σχετικά με το α) τι ήταν η Επιτροπή Αλιβιζάτου, β) ποιός τη συγκρότησε, γ) ποιοι την αποτελούσαν, δ) αν κατέθεσε πόρισμα, ε) ποιά ήταν η ουσία του πορίσματος, στ) αν έγιναν δεκτά τα συμπεράσματα και πώς προχώρησε η εφαρμογή τους, ζ) σε τι βασίστηκε το πόρισμα και η) αν χρειάζεται στο σήμερα μια τέτοια Επιτροπή.
Στον απόηχο της δημοσιοποίησης μιας σειράς σοβαρών περιστατικών αστυνομικής βίας και αυθαιρεσίας, τον Νοέμβριο του 2019, συστάθηκε από τον Υπουργό Προστασίας του Πολίτη, Μιχάλη Χρυσοχοΐδη, μια άτυπη Επιτροπή υπό την προεδρία του καθηγητή, Νίκου Αλιβιζάτου, με στόχο την τακτική παρακολούθηση της διαδικασίας υλοποίησης των παρατηρήσεων και πορισμάτων του Συνηγόρου του Πολίτη που αφορούσαν στη διοικητική διερεύνηση των πειθαρχικών παραπτωμάτων της αστυνομίας.
Οι επόμενες δύο έχουν να κάνουν με τα διακριτικά στις στολές των αστυνομικών και την τοποθέτηση καμερών στο εσωτερικό των αστυνομικών οχημάτων, στα κρατητήρια και στα γραφεία των παραρτημάτων ασφαλείας όπου διεξάγονται ανακριτικές πράξεις. Και τα δύο ζητήματα, τα διακριτικά και οι κάμερες, είναι και προτάσεις της Επιτροπής Αλιβιζάτου που, θεωρητικά, έχουν υιοθετηθεί και δύο ακόμη από τις “42 αλήθειες” του Υπουργείου. Παρά ταύτα, όπως είδαμε παραπάνω, 4 χρόνια μετά το πόρισμα της Επιτροπής και 3 χρόνια μετά τις “42 αλήθειες”, αφενός μεν συνεχίζει να εντοπίζεται έλλειψη διακριτικών στις στολές των αστυνομικών (ακόμη και αν υπάρχει σχετική νομοθεσία πλέον) ή δυσκολίες στην ταυτο- ποίηση εμπλεκόμενων σε περιστατικά αυθαιρεσίας αστυνομικών, και, αφετέρου, η πορεία της τοποθέτησης καμερών στα προαναφερθέντα σημεία παραμένει άγνωστο αν έχει ολοκληρωθεί. Σε κάθε περίπτωση, όμως, είναι βέβαιο ότι οι προβληματισμοί που έθεσε η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα δεν εισακούστηκαν, παρά την ειδική επιφύλαξη που είχε θέσει η Επιτροπή Αλιβιζάτου όσον αφορά αυτό το θέμα. Έτσι, και σε αυτή την περίπτωση, οι “αλήθειες” που δημοσιεύονται από το Υπουργείο είναι μισές.
Συνεχίζοντας με την εξέταση των 42 θεσφάτων του Υπουργείου, εντοπίζεται ένα πολύ ενδιαφέρον ερώτημα το οποίο έχει απασχολήσει πολλούς και πολλές από εμάς: “Μήπως έχουμε πάρα πολλούς αστυνομικούς;” Το Υπουργείο σπεύδει να απαντήσει στο εν λόγω ερώτημα ότι “η αστυνομία μας είναι σε πλήθος μεταξύ 9ης και 11ης στη Ε.Ε. (…) παρά το ότι φυλάει και σύνορα”. Την απάντηση σε αυτό το ερώτημα ελέγχει για ακόμη μια φορά η δημοσιογραφική ομάδα του The Manifold. Σύμφωνα με την έρευνά τους και τα στατιστικά που εξέτασαν “η εικόνα είναι εντελώς διαφορετική” από αυτή που παρουσιάζει το Υπουργείο. Πιο συγκεκριμένα: Κατά την τριετία 2017-2019, σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, η Ελλάδα είχε κατά μέσο όρο —σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης— τη δεύτερη υψηλότερη αναλογία αστυνομικών μετά την Κύπρο, με 499 αστυνομικούς ανά 100.000 κατοίκους. Το ίδιο διάστημα, ο ευρω- παϊκός μέσος όρος ήταν αρκετά χαμηλότερος: 334 αστυνομικοί ανά 100.000 κατοίκους και ελαφρώς μειωμένος σε σχέση με την αμέσως προηγούμενη κινητή τριετία, δηλαδή 2016- 2018, που ήταν 340. (…) Την τριετία 2019-2021, η Ελλάδα είχε κατά μέσο όρο 517.5 αστυνομικούς ανά 100.000 κατοίκους.
Διακριτικά και κάμερες των αστυνομικών δυνάμεων
Μπορεί, όπως είδαμε σε προηγούμενο κεφάλαιο, ορισμένοι αστυνομικοί να μην διστάζουν να αποκαλύψουν τις πολιτικές πεποιθήσεις τους μέσω συμβόλων που προσαρμόζουν στις στολές τους, όμως η έλλειψη διακριτικών στις στολές πολλών αστυνομικών και ειδικά όσων ανήκουν σε “μάχιμες” μονάδες είναι μάλλον συνηθισμένη. Επιπλέον, ακόμη και οι αστυνομικοί να φέρουν τα διακριτικά που οφείλουν, η ταυτοποίησή τους είναι ιδιαίτερα δύσκολη και, στην πράξη, μπορεί να γίνει αποκλειστικά από την ίδια την ΕΛΑΣ.
Πιο συγκεκριμένα, την 1η Απριλίου 2021, με απόφαση του Αρχηγού της ΕΛΑΣ., τροπο- ποιήθηκε το άρθρο 60 της από 5-7-2009 προγενέστερης απόφασης 7012/6/103 (ΦΕΚ 1426/Β/16-7-2009), η οποία αφορούσε τα διακριτικά στις στολές των αστυνομικών και η οποία ουδέποτε είχε εφαρμοστεί στην πράξη.Μάλιστα, με την από παραπάνω διευκρινιστική διαταγή του Αρχηγού της Αστυνομίας, ορίστηκε ότι το σύνολο του ένστολου προσωπικού είναι απαραίτητο να φέρει δηλωτικό ταυτότητας (ακόμη και οι μονάδες που λόγω της στολής τους και της χρήσης προστατευτικού εξοπλισμού καθίστατο το πλακίδιο μη ορατό), “προς ενίσχυση της διαφάνειας της δημόσιας δράσης του ένστολου προσωπικού του Σώματος και της εγκαθίδρυσης του στη συνείδηση του πολίτη ως ένα ολοκληρωμένο και οργανωμένο σύνολο επαγγελματιών με ολοκληρωμένους κανόνες εμφάνισης, συμπεριφοράς και πειθαρχίας”
Επιπλέον, η συγκεκριμένη απόφαση ορίζει ότι και οι αστυνομικοί που υπηρετούν σε μονάδες ΟΠΚΕ, ΔΡΑΣΗ και Υποδιευθύνσεις Αποκατάστασης Τάξης, οφείλουν πλέον να φέρουν «ειδικό διακριτικό δηλωτικό ταυτότητας», είτε στη στολή ή στο κράνος τους (το δεύτερο αφορά αποκλειστικά τα ΜΑΤ). Τα διακριτικά, όμως, αυτών των μονάδων δεν αφορούν τον αριθμό μητρώου του κάθε αστυνομικού (όπως συμβαίνει με τους υπόλοιπους συναδέλφους τους), αλλά ένα κεφαλαίο γράμμα δηλωτικό της μονάδας τους, τον αύξοντα αριθμό της διμοιρίας τους και τον αύξοντα αριθμό του μέλους της ομάδας. Με αυτόν τον τρόπο, στην πραγματικότητα, ταυτοποίηση του ένστολου προσωπικού μπορεί να κάνει μόνο η ίδια η ΕΛΑΣ στη βάση «σχετικού αρχείου στην Υπηρεσία όπου υπηρετεί έκαστο μέλος των Διμοιριών και Ομάδων». Επιπροσθέτως, πρέπει να επισημανθεί ότι σε αυτές ακριβώς τις μονάδες, μέχρι και την Απόφαση του Αρχηγού της ΕΛΑΣ, λόγω της στολής και του προστατευτικού εξοπλισμού, καθίστατο μη ορατό το δηλωτικό της ταυτότητας τους. Με τις νέες προβλέψεις, το διακριτικό καθίσταται μεν ορατό, είναι, ωστόσο, προσθαφαιρούμενο, με αποτέλεσμα εύκολα να μπορεί ο αστυνομικός να το αφαιρέσει κατά τη διάρκεια της επιχείρησης.
Όπως είναι εύκολα αντιληπτό, η έλλειψη διακριτικών στους αστυνομικούς ή και μη ταυτοποίησή τους επειδή αυτό εναπόκειται στη “διακριτική ευχέρεια” της ΕΛΑΣ, σε περιστατικά αυθαιρεσίας ή άλλα που χρήζουν διερεύνησης, καθίσταται από ιδιαίτερα δύσκολη έως ακατόρθωτη με αποτέλεσμα τελικά να προωθείται και σε αυτό το επίπεδο η έλλειψη λογοδοσίας.
Η ψευδής παράθεση στοιχείων, τα ολοφάνερα ψέμματα που περιλαμβάνονται σε δελτία τύπου της ΕΛΑΣ και αναπαράγονται άκριτα από πολλά μέσα ενημέρωσης, είναι πάγια τακτική της αστυνομίας. Στην Επισκόπηση της “αστυνομικής αυθαιρεσίας” που παρουσιάστηκε υπάρχει ολόκληρο κεφάλαιο για την παραπλάνηση και τα fake news της αστυνομίας.
“Κι όμως, όσα περιστατικά αστυνομικής βίας και αυθαιρεσίας κι αν έχουν δει το φως της δημοσιότητας τα τελευταία χρόνια, στα μάτια της ΕΛΑΣ και της πολιτικής της ηγεσίας, τα περιστατικά αυτά ήταν και παραμένουν “μεμονωμένα”. Αν δε τα περιστατικά αυτά δεν υποστηρίζονταν από αδιάσειστο αποδεικτικό (οπτικοακουστικό) υλικό, τότε ήταν, είτε “δικαιολογημένη και αναλογική χρήση βίας”, είτε μη γενόμενα, ανυπόστατα και ψευδείς ειδήσεις. Παρά ταύτα, η ελληνική κοινωνία δεν έχει σταματήσει να μετράει περιστατικά ξυλοδαρμών και εξευτελισμού πολιτών σε πλατείες και διαδηλώσεις, κακοποιήσεων και βασανιστηρίων πολιτών ή και αλλοδαπών σε ΑΤ, ακόμη και ανθρωποκτονιών νεαρών και ανηλίκων σε “ύποπτες” γειτονιές του κέντρου των Αθηνών ή κατά τη διάρκεια αστυνομικών επιχειρήσεων και καταδιώξεων”.
Ακριβώς δηλαδή αυτά που ισχυρίζεται για το θάνατο του 37χρονου μετανάστη η αστυνομία. Στο κεφάλαιο για τις “περίπλοκες σχέσεις της ΕΛΑΣ με την αλήθεια και το ψέμα” η έκθεση αποτυπώνει την πάγια τακτική της ηγεσίας της.
Αναρτούμε εκτενή αποσπάσματα
ΜΜΕ: βία στους δρόμους, χαμόγελα στα πλατό
Οι αμφίθυμες σχέσεις της αστυνομίας με τα ΜΜΕ και τους δημοσιογράφους, τουλάχιστον σε μια πρώτη ανάγνωση, δεν είναι ιδιαίτερα δύσκολο να εξηγηθούν: εκεί που οι δημοσιογράφοι προσπαθούν να ελέγξουν την αστυνομική δράση, η αστυνομία γίνεται επιθετική· εκεί που δεν αμφισβητείται η δράση της, και αντίθετα, της δίνεται ο χώρος να προπαγανδίσει τις θέσεις της, η αστυνομία παρουσιάζει την πιο φιλική της πλευρά, κατά την οποία όλα τα κακώς κείμενα που της καταλογίζονται είναι “καταδικαστέα” μεν, “μεμονωμένα περιστατικά” δε.
Το σκληρό πρόσωπο της ΕΛΑΣ απέναντι στους δημοσιογράφους της πρώτης κατηγορίας δεν είναι δύσκολο να αποδειχθεί. Τα περιστατικά συλλήψεων, ξυλοδαρμού ή και χρήσης κατασταλτικών μέσων κατά δημοσιογράφων εν ώρα εργασίας, ειδικά κατά την κάλυψη διαδηλώσεων, είναι σχεδόν πάγια πρακτική.
Σε προηγούμενα κεφάλαια είδαμε τις υποθέσεις του δημοσιογράφου Μανώλη Κυπραίου και του φωτορεπόρτερ Μάριου Λώλου που ήταν εμβληματικές ως προς την αστυνομική βία κατά δημοσιογράφων. Τέτοια περιστατικά καθόλου δεν έχουν εκλείψει έκτοτε- το αντίθετο, μάλιστα, θα έλεγε κανείς ότι καταμαρτυρούν οι δεκάδες, αν όχι εκατοντάδες, πλέον, καταδικαστικές ανακοινώσεις των δημοσιογραφικών ενώσεων που επαναλαμβάνονται σχεδόν μονότονα.
Εντελώς ενδεικτικά σταχυολογούμε την απρόκλητη προσαγωγή και κράτηση του Δημήτρη Μαβίδη του Ριζοσπάστη τον Απρίλιο του 2022,112 τη σύλληψη του βραβευμένου φωτογράφου Νίκου Πηλού τον Νοέμβριο του 2022,113 την πρόκληση βλάβης από χειροβομβίδα κρότου λάμψης με αποτέλεσμα την απώλεια ακοής σε ποσοστό 55% του δημοσιογράφου Νίκου Χριστοφάκη τον Μάρτιο του 2023, την επίθεση με γκλομπ εναντίον του δημοσιογράφου Γιώργου Φακή τον Σεπτέμβριο του 2023 και τον τραυματισμό του δημοσιογράφου Σπύρου Χαλικιά από επίθεση των ΜΑΤ το Μάρτιο του 2024, κάνοντας λόγο μόνο για ελάχιστα από τα περιστατικά που έχουν δει το φως της δημοσιότητας από το 2022 και έπειτα.Η ύπαρξη εχθρικού περιβάλλοντος κατά των δημοσιογράφων στην Ελλάδα διαπιστώνεται ακόμη και σε ψηφίσματα του Ευρωκοινοβουλίου, ενώ η βία της αστυνομίας κατά δημοσιογράφων στην Ελλάδα καταγράφεται σε σειρά βαρομέτρων αξιόπιστων διεθνών οργανισμών. Ενδεικτικά είναι τα όσα σημειώνουν οι Δημοσιογράφοι Χωρίς Σύνορα (RSF) οι οποίοι, σε σχέση με την ασφάλεια των δημοσιογράφων στη χώρα μας, διαπιστώνουν ότι “η αστυνομία καταφεύγει συστηματικά στη βία καθώς και σε αυθαίρετες απαγορεύσεις για να εμποδίσει τη δημοσιογραφική κάλυψη των διαδηλώσεων και της προσφυγικής κρίσης στα ελληνικά νησιά”,αλλά και τα όσα αναφέρει ο Economist Intelligence στην Έκθεση του Δείκτη Δημοκρατίας 2023, ο οποίος, αναφέρει ότι οι δημοσιογράφοι στη χώρα μας “δέχο- νται παρενοχλήσεις, απειλές και βία από την αστυνομία αλλά και μη κρατικούς φορείς”.
Με αυτά τα δεδομένα, ήταν μάλλον εύλογη η καχυποψία των δημοσιογράφων και των φωτορεπόρτερ, όταν στο Εθνικό Σχέδιο Διαχείρισης των Δημόσιων Υπαίθριων Συναθροίσεων του 2021, ενσωματώθηκε πρόβλεψη για την οριοθέτηση συγκεκριμένου χώρου για τους δημοσιογράφους στον οποίο μπορούν να καταφύγουν για να είναι ασφαλείς, κατά τη διάρκεια των επεισοδίων(πράγμα που, εξ όσων γνωρίζουμε, δεν έχει εφαρμοστεί, τουλάχιστον όχι ολοκληρωμένα).
Λαμβάνοντας κανείς υπόψη την προτέρα (και κατοπινή) εμπειρία των δημοσιογράφων με τους αστυνομικούς και διαβάζοντας την πρόβλεψη αντίστροφα, εύκολα μπορεί να αντιληφθεί ότι, αν οι δημοσιογράφοι δεν παραμένουν στον οριοθετημένο από την ΕΛΑΣ χώρο (στον οποίο, κατά πάσα πιθανότητα, δε θα μπορούν να κάνουν αποτελεσματικά τη δουλειά τους), κινδυνεύουν. Ο κίνδυνος, όμως, όπως είδαμε και παραπάνω, πηγάζει μάλλον κατά βάση από τους ίδιους τους αστυνομικούς. Σε κάθε περίπτωση, όπως έχει αναδειχθεί από τη νομολογία του ΕΔΔΑ και από τα πρότυπα που εφαρμόζονται σε άλλες χώρες, είναι υποχρέωση της αστυνομίας να παρέχει στους δημοσιογράφους προστασία για να κάνουν απερίσπαστοι της δουλειά τους και όχι υποχρέωση των δημοσιογράφων να αναζητήσουν προστασία από την αστυνομία εις βάρος του δικού τους λειτουργήματος.
Όπως, όμως, σημειώσαμε και παραπάνω, το εχθρικό περιβάλλον, οι παρενοχλήσεις, οι απειλές και η βία δεν σημειώνονται εναντίον όλων των δημοσιογράφων και των ΜΜΕ. Αντιθέτως, εκπρόσωποι της αστυνομίας και αστυνομικοί συνδικαλιστές κάνουν συχνά εμφανίσεις σε φιλοκυβερνητικά κανάλια και τηλεοπτικές εκπομπές, προκειμένου να ενημερώσουν τους πολίτες για τη θέση της αστυνομίας σε υποθέσεις δημοσίου ενδιαφέροντος ή για να εκφράσουν τον αντίλογο στις ελάχιστες καταγγελίες που γίνονται για περιστατικά αυθαιρεσίας ή αναποτελεσματικότητας της αστυνομίας και παίρνουν δημοσιότητα. Βέβαια, στα εν λόγω τηλεοπτικά πάνελ συχνά λείπει από τον διάλογο η πλευρά των θιγόμενων ή των θυμάτων αυθαιρεσίας, με την κριτική που γίνεται στην αστυνομία να εξαντλείται στις ήπιες ερωτήσεις των οικοδεσποτών που σημειώνουν την ανησυχία τους για τα υπό εξέταση περιστατικά και, συνήθως, αρκούνται στις διαβεβαιώσεις των εκπροσώπων της αστυνομίας περί μη ύπαρξης συστημικού προβλήματος στη δράση της ΕΛΑΣ, παρά μόνο “μεμονωμένα περιστατικά” για τα οποία θα υπάρξει πλήρης διαλεύκανση.
Ταυτόχρονα, μάλλον δεν αποτελεί σύμπτωση ότι τα ΜΜΕ και οι δημοσιογράφοι με τους οποίους η ΕΛΑΣ συνδιαλλέγεται και διατηρεί άριστες σχέσεις είναι οι ίδιοι που αναπαράουν, χωρίς καμία διασταύρωση, τις διαρροές, τα δελτία τύπου και τις θέσεις της ΕΛΑΣ, ως αληθή και θέσφατα.
Οι σχέσεις της ΕΛΑΣ με την αλήθεια και το ψέμα ήταν ανέκαθεν ιδιαίτερες, αλλά, τα τελευταία χρόνια, είναι πιθανό να έχουν σημειωθεί ορισμένες ποιοτικές αλλαγές. Ας ξεκινήσουμε από το γεγονός ότι το Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη, στο οποίο υπάγεται η ΕΛΑΣ, όχι μόνο -ως αναμενόταν, σε ένα βαθμό- υπερασπίζεται την αστυνομική δράση αλλά, πλέον, παίρνει θέση σχετικά με το ποια είναι η “πραγματική αλήθεια”, μέσω ανακοινώσεων-θέσεων με… ιδιαίτερους, αν μη τι άλλο, τίτλους όπως “42 αλήθειες για την Αστυνομική αυθαιρεσία και υπέρμετρη βία”123 ή “Μόνο 26 σταχυολογημένα ψέματα, ανακρίβειες, fakenews, μισές αλήθειες και συκοφαντίες από τα άφθονα Δελτία Τύπου του ΣΥΡΙΖΑ για την αστυνομική βία, που αναφέρθηκαν και στη συζήτηση στη Βουλή για την αστυνομική βία”.Το περιεχόμενο των εν λόγω δελτίων τύπου είναι εξίσου ιδιαίτερο με τους τίτλους που επιλέχθηκαν, ενώ το ύφος των κειμένων παραπέμπει περισσότερο σε έναν οπαδικό ή κομματικό λόγο, παρά στη θεσμική εκφορά που θα ανέμενε κανείς από τις ανακοινώσεις ενός Υπουργείου. Σε κάθε περίπτωση, ακόμη και στον πλέον ανυποψίαστο πολίτη, η ανάγκη του αρμόδιου Υπουργείου να υπερασπιστεί με τέτοιο τρόπο τις “αλήθειες” και τα “ψέματα” γύρω από τη δράση ενός εκ των κομβικότερων μηχανισμών του κράτους, δημιουργεί τουλάχιστον ερωτήματα. Παρακάτω θα εξετάσουμε εν είδει υποθέσεων εργασίας ορισμένες από τις θέσεις που έχουν διατυπωθεί επίσημα τα τελευταία χρόνια από την ΕΛΑΣ και την πολιτική της ηγεσία. Πριν ξεκινήσουμε, σπεύδουμε να διευκρινίσουμε ότι οι παρακάτω υποθέσεις εργασίας είναι μονάχα ορισμένα παραδείγματα από το πρόσφατο παρελθόν. Τα ψέματα, οι ανακρίβειες και οι μισές αλήθειες που έχουν κατά καιρούς διατυπώθεί από την ΕΛΑΣ, την πολιτική της ηγεσία και τα στελέχη της πάνε πολύ πίσω στο χρόνο και το υλικό που διατίθεται προς τεκμηρίωση είναι σχεδόν απεριόριστο.
4+2 μισές αλήθειες
Ξεκινώντας από τα προαναφερθέντα δελτία τύπου του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη που διατυπώνουν τις “αλήθειες” και τα “ψέματα” σχετικά με τη δράση της ΕΛΑΣ, οφείλει κανείς να παρατηρήσει πως πρόκειται για βολικές διατυπώσεις σε βολικά διατυπωμένα ερωτήματα της σχετικής συζήτησης. Ακόμη και ο αριθμός από τις “αλήθειες” του Υπουργείου δεν είναι ακριβής. Από τις “42 αλήθειες” του Υπουργείου, οι 8 αφορούν ακριβώς το ίδιο θέμα, την περίφημη “Επιτροπή Αλιβιζάτου”. Στο εν λόγω δελτίο τύπου λοιπόν, το Υπουργείο αφιερώνει 8 “αλήθειες” που ενημερώνουν το κοινό σχετικά με το α) τι ήταν η Επιτροπή Αλιβιζάτου, β) ποιός τη συγκρότησε, γ) ποιοι την αποτελούσαν, δ) αν κατέθεσε πόρισμα, ε) ποιά ήταν η ουσία του πορίσματος, στ) αν έγιναν δεκτά τα συμπεράσματα και πώς προχώρησε η εφαρμογή τους, ζ) σε τι βασίστηκε το πόρισμα και η) αν χρειάζεται στο σήμερα μια τέτοια Επιτροπή.
Στον απόηχο της δημοσιοποίησης μιας σειράς σοβαρών περιστατικών αστυνομικής βίας και αυθαιρεσίας, τον Νοέμβριο του 2019, συστάθηκε από τον Υπουργό Προστασίας του Πολίτη, Μιχάλη Χρυσοχοΐδη, μια άτυπη Επιτροπή υπό την προεδρία του καθηγητή, Νίκου Αλιβιζάτου, με στόχο την τακτική παρακολούθηση της διαδικασίας υλοποίησης των παρατηρήσεων και πορισμάτων του Συνηγόρου του Πολίτη που αφορούσαν στη διοικητική διερεύνηση των πειθαρχικών παραπτωμάτων της αστυνομίας.
Οι επόμενες δύο έχουν να κάνουν με τα διακριτικά στις στολές των αστυνομικών και την τοποθέτηση καμερών στο εσωτερικό των αστυνομικών οχημάτων, στα κρατητήρια και στα γραφεία των παραρτημάτων ασφαλείας όπου διεξάγονται ανακριτικές πράξεις. Και τα δύο ζητήματα, τα διακριτικά και οι κάμερες, είναι και προτάσεις της Επιτροπής Αλιβιζάτου που, θεωρητικά, έχουν υιοθετηθεί και δύο ακόμη από τις “42 αλήθειες” του Υπουργείου. Παρά ταύτα, όπως είδαμε παραπάνω, 4 χρόνια μετά το πόρισμα της Επιτροπής και 3 χρόνια μετά τις “42 αλήθειες”, αφενός μεν συνεχίζει να εντοπίζεται έλλειψη διακριτικών στις στολές των αστυνομικών (ακόμη και αν υπάρχει σχετική νομοθεσία πλέον) ή δυσκολίες στην ταυτο- ποίηση εμπλεκόμενων σε περιστατικά αυθαιρεσίας αστυνομικών, και, αφετέρου, η πορεία της τοποθέτησης καμερών στα προαναφερθέντα σημεία παραμένει άγνωστο αν έχει ολοκληρωθεί. Σε κάθε περίπτωση, όμως, είναι βέβαιο ότι οι προβληματισμοί που έθεσε η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα δεν εισακούστηκαν, παρά την ειδική επιφύλαξη που είχε θέσει η Επιτροπή Αλιβιζάτου όσον αφορά αυτό το θέμα. Έτσι, και σε αυτή την περίπτωση, οι “αλήθειες” που δημοσιεύονται από το Υπουργείο είναι μισές.
Συνεχίζοντας με την εξέταση των 42 θεσφάτων του Υπουργείου, εντοπίζεται ένα πολύ ενδιαφέρον ερώτημα το οποίο έχει απασχολήσει πολλούς και πολλές από εμάς: “Μήπως έχουμε πάρα πολλούς αστυνομικούς;” Το Υπουργείο σπεύδει να απαντήσει στο εν λόγω ερώτημα ότι “η αστυνομία μας είναι σε πλήθος μεταξύ 9ης και 11ης στη Ε.Ε. (…) παρά το ότι φυλάει και σύνορα”. Την απάντηση σε αυτό το ερώτημα ελέγχει για ακόμη μια φορά η δημοσιογραφική ομάδα του The Manifold. Σύμφωνα με την έρευνά τους και τα στατιστικά που εξέτασαν “η εικόνα είναι εντελώς διαφορετική” από αυτή που παρουσιάζει το Υπουργείο. Πιο συγκεκριμένα: Κατά την τριετία 2017-2019, σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, η Ελλάδα είχε κατά μέσο όρο —σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης— τη δεύτερη υψηλότερη αναλογία αστυνομικών μετά την Κύπρο, με 499 αστυνομικούς ανά 100.000 κατοίκους. Το ίδιο διάστημα, ο ευρω- παϊκός μέσος όρος ήταν αρκετά χαμηλότερος: 334 αστυνομικοί ανά 100.000 κατοίκους και ελαφρώς μειωμένος σε σχέση με την αμέσως προηγούμενη κινητή τριετία, δηλαδή 2016- 2018, που ήταν 340. (…) Την τριετία 2019-2021, η Ελλάδα είχε κατά μέσο όρο 517.5 αστυνομικούς ανά 100.000 κατοίκους.
Διακριτικά και κάμερες των αστυνομικών δυνάμεων
Μπορεί, όπως είδαμε σε προηγούμενο κεφάλαιο, ορισμένοι αστυνομικοί να μην διστάζουν να αποκαλύψουν τις πολιτικές πεποιθήσεις τους μέσω συμβόλων που προσαρμόζουν στις στολές τους, όμως η έλλειψη διακριτικών στις στολές πολλών αστυνομικών και ειδικά όσων ανήκουν σε “μάχιμες” μονάδες είναι μάλλον συνηθισμένη. Επιπλέον, ακόμη και οι αστυνομικοί να φέρουν τα διακριτικά που οφείλουν, η ταυτοποίησή τους είναι ιδιαίτερα δύσκολη και, στην πράξη, μπορεί να γίνει αποκλειστικά από την ίδια την ΕΛΑΣ.
Πιο συγκεκριμένα, την 1η Απριλίου 2021, με απόφαση του Αρχηγού της ΕΛΑΣ., τροπο- ποιήθηκε το άρθρο 60 της από 5-7-2009 προγενέστερης απόφασης 7012/6/103 (ΦΕΚ 1426/Β/16-7-2009), η οποία αφορούσε τα διακριτικά στις στολές των αστυνομικών και η οποία ουδέποτε είχε εφαρμοστεί στην πράξη.Μάλιστα, με την από παραπάνω διευκρινιστική διαταγή του Αρχηγού της Αστυνομίας, ορίστηκε ότι το σύνολο του ένστολου προσωπικού είναι απαραίτητο να φέρει δηλωτικό ταυτότητας (ακόμη και οι μονάδες που λόγω της στολής τους και της χρήσης προστατευτικού εξοπλισμού καθίστατο το πλακίδιο μη ορατό), “προς ενίσχυση της διαφάνειας της δημόσιας δράσης του ένστολου προσωπικού του Σώματος και της εγκαθίδρυσης του στη συνείδηση του πολίτη ως ένα ολοκληρωμένο και οργανωμένο σύνολο επαγγελματιών με ολοκληρωμένους κανόνες εμφάνισης, συμπεριφοράς και πειθαρχίας”
Επιπλέον, η συγκεκριμένη απόφαση ορίζει ότι και οι αστυνομικοί που υπηρετούν σε μονάδες ΟΠΚΕ, ΔΡΑΣΗ και Υποδιευθύνσεις Αποκατάστασης Τάξης, οφείλουν πλέον να φέρουν «ειδικό διακριτικό δηλωτικό ταυτότητας», είτε στη στολή ή στο κράνος τους (το δεύτερο αφορά αποκλειστικά τα ΜΑΤ). Τα διακριτικά, όμως, αυτών των μονάδων δεν αφορούν τον αριθμό μητρώου του κάθε αστυνομικού (όπως συμβαίνει με τους υπόλοιπους συναδέλφους τους), αλλά ένα κεφαλαίο γράμμα δηλωτικό της μονάδας τους, τον αύξοντα αριθμό της διμοιρίας τους και τον αύξοντα αριθμό του μέλους της ομάδας. Με αυτόν τον τρόπο, στην πραγματικότητα, ταυτοποίηση του ένστολου προσωπικού μπορεί να κάνει μόνο η ίδια η ΕΛΑΣ στη βάση «σχετικού αρχείου στην Υπηρεσία όπου υπηρετεί έκαστο μέλος των Διμοιριών και Ομάδων». Επιπροσθέτως, πρέπει να επισημανθεί ότι σε αυτές ακριβώς τις μονάδες, μέχρι και την Απόφαση του Αρχηγού της ΕΛΑΣ, λόγω της στολής και του προστατευτικού εξοπλισμού, καθίστατο μη ορατό το δηλωτικό της ταυτότητας τους. Με τις νέες προβλέψεις, το διακριτικό καθίσταται μεν ορατό, είναι, ωστόσο, προσθαφαιρούμενο, με αποτέλεσμα εύκολα να μπορεί ο αστυνομικός να το αφαιρέσει κατά τη διάρκεια της επιχείρησης.
Όπως είναι εύκολα αντιληπτό, η έλλειψη διακριτικών στους αστυνομικούς ή και μη ταυτοποίησή τους επειδή αυτό εναπόκειται στη “διακριτική ευχέρεια” της ΕΛΑΣ, σε περιστατικά αυθαιρεσίας ή άλλα που χρήζουν διερεύνησης, καθίσταται από ιδιαίτερα δύσκολη έως ακατόρθωτη με αποτέλεσμα τελικά να προωθείται και σε αυτό το επίπεδο η έλλειψη λογοδοσίας.
Ολόκληρη την έρευνα τη διαβάζετε εδώ: https://www.hlhr.gr/wp-content/uploads/2024/09/PB_EL_e-book_F.pdf
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.